Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Ένα Βιβλίο Εναντίον Βιβλίων

Ένα Βιβλίο Εναντίον Βιβλίων

Ένα Βιβλίο Εναντίον Βιβλίων

ΑΠΟ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΞΥΠΝΑ! ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

ΓΙΑΤΙ πολλοί είναι προκατειλημμένοι απέναντι στην Αγία Γραφή; Σε μερικές χώρες η απάντηση ίσως σχετίζεται με την ιστορία ενός μέσου που χρησιμοποίησαν οι άνθρωποι για τον έλεγχο των «αιρέσεων»​—τον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων. Πώς συνέβη αυτό;

Η Καθολική Εκκλησία υποδέχτηκε με ενθουσιασμό την εφεύρεση της τυπογραφίας. Κάποιοι πάπες μάλιστα εγκωμίασαν αυτή τη «θεϊκή τέχνη», όπως την αποκάλεσαν ορισμένοι κληρικοί. Ωστόσο, σύντομα η εκκλησιαστική ιεραρχία αντιλήφθηκε ότι η τυπογραφία αποτελούσε ένα μέσο εξάπλωσης ιδεών που αντιτίθονταν στον Καθολικισμό. Ως αποτέλεσμα, σε αρκετές επισκοπές της Ευρώπης τέθηκαν περιορισμοί στα τέλη του 15ου αιώνα. Θεσπίστηκε το μέτρο της άδειας εκτύπωσης, και το 1515 η Πέμπτη Σύνοδος του Λατερανού εξέδωσε οδηγίες για τον έλεγχο της τυπογραφίας. Στους παραβάτες μπορούσε να επιβληθεί η ποινή του αφορισμού. Εντούτοις, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της Μεταρρύθμισης, αυτό δεν εμπόδισε την κυκλοφορία έντυπης ύλης καθώς και βιβλίων τα οποία η εκκλησία θεωρούσε επικίνδυνα για την πίστη και την ηθική. Έτσι λοιπόν, στα τέλη του 16ου αιώνα, κύκλοι του Βατικανού έλπιζαν «να μη γίνουν άλλες εκτυπωτικές εργασίες επί πολλά χρόνια».

Για να ανακόψει «την ορμή της βρωμερής πλημμύρας των μολυσμένων βιβλίων»​—όπως το έθεσε ένας Ιταλός Ιησουίτης σχετικά πρόσφατα, το 1951—​η εκκλησία ήθελε να έχει έναν κατάλογο ο οποίος θα ίσχυε για όλους τους Καθολικούς. Το 1542 συγκροτήθηκε η Ρωμαϊκή Ιερά Εξέταση. Όπως φαίνεται, πρώτη της δημόσια πράξη ήταν ένα διάταγμα που περιόριζε την ελευθερία έκδοσης θρησκευτικών εντύπων. Όταν ο πρώην μέγας ιεροεξεταστής Τζιάν Πιέτρο Καράφα έγινε ο Πάπας Παύλος Δ΄ το 1555, οργάνωσε αμέσως μια επιτροπή για να συντάξει έναν κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων. Έτσι λοιπόν, ο πρώτος Κατάλογος Απαγορευμένων Βιβλίων, που είχε γενική ισχύ, τυπώθηκε το 1559.

Τι Είδους Βιβλία Απαγορεύτηκαν;

Ο Κατάλογος χωριζόταν σε τρεις «κατηγορίες». Η πρώτη περιείχε συγγραφείς των οποίων όλα τα βιβλία, ασχέτως θέματος, ήταν απαγορευμένα. Η δεύτερη περιείχε τίτλους μεμονωμένων απαγορευμένων έργων, γραμμένων από συγγραφείς οι οποίοι κατά τα άλλα δεν καταδικάζονταν. Και η τρίτη απαγόρευε έναν μακρύ κατάλογο ανώνυμων έργων. Εκείνος ο Κατάλογος περιλάμβανε 1.107 επικριτικές δηλώσεις που αφορούσαν συγγραφείς, όχι μόνο θρησκευτικών έργων, αλλά και άλλου είδους. Υπήρχε και ένα παράρτημα το οποίο απαγόρευε εκδόσεις της Γραφής, ορίζοντας ότι όλες οι μεταφράσεις στις κοινές γλώσσες ήταν απαγορευμένες.

Αν και παλιότερα είχαν επιβληθεί τοπικές απαγορεύσεις, «με αυτές τις διατάξεις, οι οποίες επηρέαζαν ολόκληρο τον Καθολικισμό, η εκκλησία κατήγγειλε επίσημα για πρώτη φορά την εκτύπωση, την ανάγνωση και την κατοχή της Αγίας Γραφής στην καθομιλουμένη», σύμφωνα με την Τζιλιόλα Φρανίτο, καθηγήτρια σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πάρμας, στην Ιταλία. Στον Κατάλογο εναντιώθηκαν σφοδρά τόσο οι βιβλιοπώλες και οι εκδότες όσο και οι κυβερνήσεις, οι οποίες ωφελούνταν από το τυπογραφικό έργο. Για αυτούς και για άλλους λόγους, ετοιμάστηκε μια καινούρια έκδοση του καταλόγου, η οποία δημοσιεύτηκε το 1564, μετά τη Σύνοδο του Τριδέντου.

Το 1571 συγκροτήθηκε μια ειδική επιτροπή προκειμένου να φροντίσει για την αναθεώρηση του Καταλόγου. Κάποια περίοδο, τρεις παράγοντες αποφάσιζαν ποια έργα θα απαγορεύονταν​—η Επιτροπή της Ιερής Υπηρεσίας, η Επιτροπή του Καταλόγου και ο κύριος του ιερού παλατιού, ένας αξιωματούχος της παπικής αυλής. Η επικάλυψη αρμοδιοτήτων και η διάσταση απόψεων όσον αφορά το αν θα έπρεπε να δοθεί περισσότερη εξουσία στους επισκόπους ή στους τοπικούς ιεροεξεταστές ήταν ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους καθυστέρησε η έκδοση του τρίτου καταλόγου απαγορευμένων βιβλίων. Ο Κατάλογος, ο οποίος ετοιμάστηκε από την αρμόδια επιτροπή και κοινοποιήθηκε από τον Κλήμεντα Η΄ το Μάρτιο του 1596, αποσύρθηκε με αίτημα της Ιερής Υπηρεσίας μέχρις ότου έγινε πιο απόλυτος όσον αφορά την απαγόρευση της ανάγνωσης οποιουδήποτε τμήματος της Γραφής στις γλώσσες του κοινού λαού.

Με αυτή την έκδοση, ο Κατάλογος των Απαγορευμένων Βιβλίων απέκτησε σχετικά σταθερή μορφή, αν και στο πέρασμα των αιώνων συνέχισε να αναθεωρείται. Πολλοί Προτεστάντες, οι οποίοι έβλεπαν να συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τα έργα τους, τον χαρακτήρισαν ως «τον καλύτερο οδηγό για την εξεύρεση των πιο επιθυμητών βιβλίων». Ωστόσο, θα πρέπει να λεχθεί ότι, εκείνον τον καιρό, οι ιδέες του Προτεσταντισμού ήταν αρκετά παρόμοιες με αυτές του Καθολικισμού όσον αφορά τη λογοκρισία των βιβλίων.

Ο Κατάλογος άσκησε καταστροφική επίδραση στον πολιτισμό, ο οποίος σε χώρες όπως η Ιταλία «οδηγήθηκε σε απομόνωση η οποία ανέστειλε την ανάπτυξή του», όπως λέει ο ιστορικός Αντόνιο Ροτοντό. Ένας άλλος ιστορικός, ο Γκουίντο Νταλ’Όλιο, λέει ότι ο Κατάλογος ήταν «ένας από τους βασικούς παράγοντες που συνέβαλαν στη μεγάλη πολιτιστική οπισθοδρόμηση της Ιταλίας, σε σύγκριση με τα περισσότερα άλλα μέρη της Ευρώπης». Η ειρωνεία είναι ότι μερικά βιβλία επέζησαν επειδή κατέληξαν σε ένα ειδικό μέρος, τη λεγόμενη κόλαση, έναν χώρο που δημιουργήθηκε σε πολλές εκκλησιαστικές βιβλιοθήκες για να παραμένουν κλειδωμένα τα απαγορευμένα έργα.

Ωστόσο, σταδιακά, ο νέος ρόλος της κοινής γνώμης την εποχή του διαφωτισμού συνέβαλε στην καταστολή του «πιο επιβλητικού περιοριστικού μέσου που χρησιμοποιήθηκε ποτέ κατά της ελευθερίας έκδοσης εντύπων». Το 1766 ένας Ιταλός εκδότης έγραψε: «Οι απαγορεύσεις της Ρώμης δεν καθορίζουν την αξία των βιβλίων. Το κοινό την καθορίζει». Ο Κατάλογος έχανε το κύρος του, και το 1917 η αρμόδια επιτροπή διαλύθηκε. Από το 1966, ο Κατάλογος «δεν έχει πια την ισχύ εκκλησιαστικού νόμου με τις συναφείς επικριτικές δηλώσεις του».

Η Αγία Γραφή στις Κοινές Γλώσσες

Η ιστορία του Καταλόγου αποκαλύπτει ότι από όλα τα “μολυσμένα βιβλία”, ένα ιδιαίτερα ανησυχούσε τις εκκλησιαστικές αρχές​—η Αγία Γραφή στην κοινή γλώσσα. Το 16ο αιώνα, «περίπου 210 εκδόσεις ολόκληρης της Αγίας Γραφής ή της Καινής Διαθήκης» περιλαμβάνονταν στους Καταλόγους, εξηγεί ο ειδήμων Γεσούς Μαρτίνεθ ντε Μπουχέντα. Στη διάρκεια του 16ου αιώνα, οι Ιταλοί ήταν γνωστοί ως ενθουσιώδεις αναγνώστες της Γραφής. Ωστόσο, ο Κατάλογος, απαγορεύοντας ρητά τις Γραφές στην καθομιλουμένη, άλλαξε δραστικά τη σχέση αυτού του έθνους με το Λόγο του Θεού. «Οι Άγιες Γραφές, απαγορευμένες και απομακρυσμένες ως πηγή αίρεσης, έφτασαν στο σημείο να συγχέονται στο μυαλό των Ιταλών με τα συγγράμματα των αιρετικών», λέει η Φρανίτο, προσθέτοντας: «Η οδός της σωτηρίας για τους Καθολικούς πληθυσμούς της νότιας Ευρώπης ήταν η κατήχηση», και «ένας απλοϊκός λαός θεωρούνταν προτιμότερος από έναν θρησκευτικά ώριμο λαό».

Η ανάγνωση των “εγκεκριμένων από την Αγία Έδρα μεταφράσεων της Γραφής στην καθομιλουμένη” επιτράπηκε μόλις το 1757 από τον Πάπα Βενέδικτο ΙΔ΄. Έτσι λοιπόν, έγινε τελικά εφικτό να εκδοθεί μια καινούρια ιταλική μετάφραση, βασισμένη στη λατινική Βουλγάτα. Στην πραγματικότητα, οι Ιταλοί Καθολικοί χρειάστηκε να περιμένουν ως το 1958 για να λάβουν την πρώτη ολοκληρωμένη μετάφραση της Γραφής βασισμένη απευθείας στις πρωτότυπες γλώσσες.

Σήμερα, λέει η Φρανίτο, ιδίως άτομα που δεν είναι Καθολικοί ασχολούνται με «το έργο της διάδοσης των Γραφών σε όλα τα μέρη». Ανάμεσα στους πιο δραστήριους είναι αναμφίβολα και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι έχουν διανείμει πάνω από τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα της Μετάφρασης Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών στην ιταλική. Με αυτόν τον τρόπο, συνέβαλαν στο να αναζωπυρωθεί η αγάπη για το Λόγο του Θεού στις καρδιές εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. (Ψαλμός 119:97) Γιατί να μη γνωρίσετε καλύτερα αυτό το ξεχωριστό βιβλίο;

[Εικόνα στη σελίδα 20, 21]

Σελίδες από τον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων

[Ευχαριστίες]

Su concessione del Ministero per i Beni e le Attività Culturali

[Εικόνα στη σελίδα 22]

Μια ιταλική Γραφή του 16ου αιώνα, απαγορευμένη από την εκκλησία

[Εικόνα στη σελίδα 22]

Η «Μετάφραση Νέου Κόσμου» έχει αφυπνίσει σε πολλούς ανθρώπους την αγάπη για το Λόγο του Θεού