2 Σαμουήλ 19:1-43
19 Αργότερα αναφέρθηκε στον Ιωάβ: «Δες! Ο βασιλιάς κλαίει και πενθεί για τον Αβεσσαλώμ».+
2 Έτσι λοιπόν, η σωτηρία εκείνη την ημέρα κατέληξε σε πένθος από όλο το λαό, επειδή ο λαός άκουσε να λέγεται εκείνη την ημέρα: «Ο βασιλιάς πόνεσε για το γιο του».
3 Και άρχισε ο λαός να έρχεται κρυφά εκείνη την ημέρα για να μπει στην πόλη,+ όπως έρχεται κρυφά ο λαός όταν έχει καταισχυνθεί επειδή τράπηκε σε φυγή στη μάχη.
4 Ο δε βασιλιάς κάλυψε το πρόσωπό του, και συνέχισε να φωνάζει ο βασιλιάς με δυνατή φωνή: «Γιε μου Αβεσσαλώμ! Αβεσσαλώμ γιε μου, γιε μου!»+
5 Τελικά ο Ιωάβ πήγε στο βασιλιά, στην κατοικία του, και είπε: «Σήμερα ντρόπιασες το πρόσωπο όλων των υπηρετών σου, εκείνων που προμήθευσαν σήμερα διαφυγή για την ψυχή σου+ και για την ψυχή των γιων+ σου και των θυγατέρων+ σου και για την ψυχή των συζύγων+ σου και για την ψυχή των παλλακίδων+ σου,
6 με το να αγαπάς εκείνους που σε μισούν και να μισείς εκείνους που σε αγαπούν· διότι έκανες γνωστό σήμερα ότι οι αρχηγοί και οι υπηρέτες δεν είναι τίποτα για εσένα, επειδή γνωρίζω καλά σήμερα ότι, αν ο Αβεσσαλώμ ήταν ζωντανός και όλοι εμείς οι άλλοι ήμασταν νεκροί σήμερα, τότε αυτό θα φαινόταν σωστό στα μάτια σου.
7 Σήκω, τώρα, βγες και μίλησε κατευθείαν στην καρδιά+ των υπηρετών σου, επειδή, επικαλούμενος τον Ιεχωβά, ορκίζομαι ότι, αν δεν βγεις, ούτε ένας δεν θα μείνει μαζί σου απόψε·+ και αυτό θα είναι ασφαλώς χειρότερο για εσένα από όλα τα κακά που σε έχουν βρει από τη νεότητά σου ως τώρα».
8 Τότε ο βασιλιάς σηκώθηκε και κάθησε στην πύλη,+ και σε όλο το λαό ανέφεραν το εξής: «Δείτε! Ο βασιλιάς κάθεται στην πύλη». Και όλος ο λαός άρχισε να έρχεται μπροστά στο βασιλιά.
Ο δε Ισραήλ είχε φύγει, ο καθένας για το σπίτι του.+
9 Και όλος ο λαός λογομάχησε, σε όλες τις φυλές του Ισραήλ, λέγοντας: «Ο βασιλιάς ήταν εκείνος που μας ελευθέρωσε από την παλάμη των εχθρών μας+ και εκείνος προμήθευσε διαφυγή για εμάς από την παλάμη των Φιλισταίων· και τώρα έχει φύγει από τον τόπο εξαιτίας του Αβεσσαλώμ.+
10 Αλλά ο Αβεσσαλώμ, τον οποίο χρίσαμε για να μας κυβερνάει,+ πέθανε στη μάχη.+ Τώρα λοιπόν, γιατί δεν κάνετε κάτι για να επανέλθει ο βασιλιάς;»+
11 Όσο για τον Βασιλιά Δαβίδ, αυτός έστειλε μήνυμα στον Σαδώκ+ και στον Αβιάθαρ+ τους ιερείς, λέγοντας: «Μιλήστε στους πρεσβυτέρους του Ιούδα,+ λέγοντας: “Γιατί να είστε εσείς οι τελευταίοι που θα επαναφέρετε το βασιλιά στην κατοικία του, ενώ ο λόγος όλου του Ισραήλ έχει φτάσει στο βασιλιά, στην κατοικία του;
12 Αδελφοί μου είστε· οστό μου και σάρκα μου.+ Γιατί, λοιπόν, να είστε οι τελευταίοι που θα επαναφέρετε το βασιλιά;”
13 Και στον Αμασά να πείτε:+ “Δεν είσαι εσύ οστό μου και σάρκα μου; Έτσι να κάνει ο Θεός σε εμένα και έτσι να προσθέσει σε αυτό,+ αν δεν γίνεις ο αρχηγός του στρατεύματος ενώπιόν μου για πάντα, αντί του Ιωάβ”».+
14 Και έστρεψε την καρδιά όλων των αντρών του Ιούδα σαν ενός ανθρώπου,+ ώστε έστειλαν μήνυμα στο βασιλιά: «Γύρισε πίσω, εσύ και όλοι οι υπηρέτες σου».
15 Και ο βασιλιάς πήρε το δρόμο της επιστροφής και έφτασε ως τον Ιορδάνη. Ο δε Ιούδας ήρθε στα Γάλγαλα+ για να πάει να συναντήσει το βασιλιά, να συνοδεύσει το βασιλιά στην απέναντι πλευρά του Ιορδάνη.
16 Τότε ο Σιμεΐ,+ ο γιος του Γηρά,+ ο Βενιαμινίτης, ο οποίος ήταν από το Βαχουρίμ,+ έσπευσε και κατέβηκε μαζί με τους άντρες του Ιούδα για να συναντήσει τον Βασιλιά Δαβίδ.
17 Μαζί του ήταν χίλιοι άντρες από τον Βενιαμίν. (Και επίσης ο Ζιβά,+ ο υπηρέτης του οίκου του Σαούλ, και οι δεκαπέντε γιοι+ του και οι είκοσι υπηρέτες του ήταν μαζί του, και κατάφεραν να φτάσουν στον Ιορδάνη, μπροστά στο βασιλιά.
18 Και αυτός διάβηκε το πέρασμα+ για να συνοδεύσει το σπιτικό του βασιλιά απέναντι και να κάνει ό,τι φαινόταν καλό στα μάτια του.) Όσο για τον Σιμεΐ, το γιο του Γηρά, αυτός έπεσε κάτω μπροστά στο βασιλιά όταν εκείνος επρόκειτο να περάσει τον Ιορδάνη.+
19 Και είπε στο βασιλιά: «Ας μη μου καταλογίσει ο κύριός μου σφάλμα και μη θυμηθείς την εσφαλμένη ενέργεια που έκανε ο υπηρέτης σου+ την ημέρα που ο κύριός μου ο βασιλιάς έβγαινε από την Ιερουσαλήμ, ώστε να το βάλει αυτό ο βασιλιάς στην καρδιά του.+
20 Διότι ο υπηρέτης σου γνωρίζει καλά ότι εγώ είμαι εκείνος που αμάρτησε· και γι’ αυτό ήρθα σήμερα πρώτος από όλο τον οίκο του Ιωσήφ+ για να κατεβώ να συναντήσω τον κύριό μου το βασιλιά».
21 Αμέσως ο Αβισαί,+ ο γιος της Σερουίας,+ απάντησε και είπε: «Δεν πρέπει να θανατωθεί ο Σιμεΐ σε ανταπόδοση για αυτό, για το ότι καταράστηκε τον χρισμένο του Ιεχωβά;»+
22 Ο Δαβίδ όμως είπε: «Τι σχέση έχω εγώ με εσάς,+ γιοι της Σερουίας, ώστε να αντιστέκεστε+ σήμερα σε εμένα; Θα θανατωθεί σήμερα άνθρωπος στον Ισραήλ;+ Διότι δεν γνωρίζω εγώ καλά ότι σήμερα είμαι βασιλιάς του Ισραήλ;»
23 Κατόπιν ο βασιλιάς είπε στον Σιμεΐ: «Δεν θα πεθάνεις». Και του ορκίστηκε ο βασιλιάς.+
24 Ο δε Μεφιβοσθέ,+ ο εγγονός του Σαούλ, κατέβηκε να συναντήσει το βασιλιά· και δεν είχε περιποιηθεί τα πόδια του+ ούτε είχε περιποιηθεί το μουστάκι του+ ούτε είχε πλύνει τα ενδύματά του από την ημέρα που έφυγε ο βασιλιάς ως την ημέρα που γύρισε με ειρήνη.
25 Και όταν πήγε στην Ιερουσαλήμ να συναντήσει το βασιλιά, ο βασιλιάς τού είπε: «Γιατί δεν ήρθες μαζί μου, Μεφιβοσθέ;»
26 Και εκείνος είπε: «Κύριέ μου βασιλιά, ο υπηρέτης+ μου με εξαπάτησε. Διότι ο υπηρέτης σου είχε πει: “Ας σαμαρώσω το θηλυκό γαϊδούρι για να ανεβώ σε αυτό και να πάω με το βασιλιά”, γιατί ο υπηρέτης σου είναι κουτσός.+
27 Και αυτός συκοφάντησε+ τον υπηρέτη σου στον κύριό μου το βασιλιά. Αλλά ο κύριός μου ο βασιλιάς είναι σαν άγγελος+ του αληθινού Θεού· κάνε, λοιπόν, ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου.
28 Διότι όλο το σπιτικό του πατέρα μου δεν θα ήταν για τον κύριό μου το βασιλιά παρά καταδικασμένο σε θάνατο· και όμως εσύ έβαλες τον υπηρέτη σου ανάμεσα σε εκείνους που τρώνε στο τραπέζι σου.+ Συνεπώς, ποιο δικαίωμα έχω πλέον εγώ να κραυγάζω+ και άλλο προς το βασιλιά;»
29 Ωστόσο, ο βασιλιάς τού είπε: «Γιατί συνεχίζεις να λες τα λόγια σου; Εγώ λέω: Εσύ και ο Ζιβά μοιραστείτε τους αγρούς».+
30 Τότε ο Μεφιβοσθέ είπε στο βασιλιά: «Ας τα πάρει και όλα,+ τώρα που ο κύριός μου ο βασιλιάς ήρθε με ειρήνη στην κατοικία του».
31 Και ο Βαρζελαΐ+ ο Γαλααδίτης κατέβηκε από τη Ρογελίμ για να πάει ως τον Ιορδάνη μαζί με το βασιλιά, προκειμένου να τον συνοδεύσει ως τον Ιορδάνη.
32 Ο Βαρζελαΐ ήταν πολύ γέρος, ογδόντα χρονών,+ και εφοδίαζε το βασιλιά με τροφή ενόσω αυτός έμενε στη Μαχαναΐμ,+ γιατί ήταν άνθρωπος πολύ μεγάλος.+
33 Είπε, λοιπόν, ο βασιλιάς στον Βαρζελαΐ: «Πέρασε απέναντι μαζί μου και εγώ θα σε εφοδιάζω με τροφή κοντά μου, στην Ιερουσαλήμ».+
34 Ο Βαρζελαΐ όμως είπε στο βασιλιά: «Πόσες είναι οι ημέρες των χρόνων της ζωής μου, για να ανεβώ με το βασιλιά στην Ιερουσαλήμ;
35 Εγώ είμαι ογδόντα χρονών σήμερα.+ Μήπως μπορώ να διακρίνω το καλό από το κακό ή μήπως μπορώ εγώ ο υπηρέτης σου να γευτώ κάτι που έφαγα και κάτι που ήπια+ ή μήπως μπορώ να ακούω+ πια τη φωνή των τραγουδιστών και των τραγουδιστριών;+ Γιατί, λοιπόν, να γίνεται πια ο υπηρέτης σου βάρος+ στον κύριό μου το βασιλιά;
36 Διότι μόνο για μια μικρή απόσταση μπόρεσε ο υπηρέτης σου να φέρει το βασιλιά ως τον Ιορδάνη· γιατί, λοιπόν, να μου το ξεπληρώσει αυτό ο βασιλιάς με τέτοια ανταμοιβή;+
37 Ας επιστρέψει, παρακαλώ, ο υπηρέτης σου, και ας πεθάνω+ στην πόλη μου, κοντά στον τάφο του πατέρα μου και της μητέρας μου.+ Αλλά ορίστε ο υπηρέτης σου ο Χιμάμ.+ Ας περάσει αυτός απέναντι μαζί με τον κύριό μου το βασιλιά· και κάνε για αυτόν ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου».
38 Και ο βασιλιάς είπε: «Μαζί μου θα περάσει ο Χιμάμ, και εγώ θα κάνω για αυτόν ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου· και θα κάνω για εσένα όλα όσα επιλέξεις να μου αναθέσεις».
39 Τότε όλος ο λαός άρχισε να περνάει τον Ιορδάνη, και πέρασε και ο βασιλιάς· ο δε βασιλιάς φίλησε+ τον Βαρζελαΐ και τον ευλόγησε,+ και μετά αυτός επέστρεψε στον τόπο του.
40 Και όταν ο βασιλιάς πέρασε απέναντι στα Γάλγαλα,+ ο Χιμάμ πέρασε μαζί του, το ίδιο και όλος ο λαός του Ιούδα, καθώς και ο μισός λαός του Ισραήλ, για να φέρουν το βασιλιά απέναντι.
41 Και έρχονταν όλοι οι άντρες του Ισραήλ στο βασιλιά και έλεγαν στο βασιλιά: «Γιατί+ οι αδελφοί μας, οι άντρες του Ιούδα, σε έκλεψαν για να φέρουν το βασιλιά και το σπιτικό του και όλους τους άντρες του Δαβίδ που ήταν μαζί του στην απέναντι πλευρά του Ιορδάνη;»+
42 Τότε όλοι οι άντρες του Ιούδα απάντησαν στους άντρες του Ισραήλ: «Επειδή ο βασιλιάς είναι στενός συγγενής μας·+ και εσείς γιατί θυμώσατε για αυτό; Μήπως φάγαμε σε βάρος του βασιλιά ή μήπως μας δόθηκε δώρο;»
43 Εντούτοις, οι άντρες του Ισραήλ απάντησαν στους άντρες του Ιούδα και είπαν: «Εμείς έχουμε δέκα μέρη στο βασιλιά,+ συνεπώς ακόμη και ως προς τον Δαβίδ εμείς υπερτερούμε από εσάς. Γιατί, λοιπόν, μας συμπεριφερθήκατε περιφρονητικά και γιατί το ζήτημά μας δεν μπήκε πρώτο+ ώστε να επαναφέρουμε εμείς το βασιλιά μας;» Τα λόγια όμως των αντρών του Ιούδα ήταν πιο σκληρά από τα λόγια των αντρών του Ισραήλ.