1 Βασιλέων 3:1-28
3 Και ο Σολομών σύναψε συμφωνία γάμου+ με τον Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου, και πήρε την κόρη του Φαραώ+ και την έφερε στην Πόλη του Δαβίδ+ ώσπου τελείωσε το χτίσιμο της κατοικίας+ του και του οίκου του Ιεχωβά+ και του τείχους της Ιερουσαλήμ ολόγυρα.+
2 Ωστόσο, ο λαός θυσίαζε στους υψηλούς τόπους,+ επειδή δεν είχε χτιστεί οίκος για το όνομα του Ιεχωβά μέχρι εκείνες τις ημέρες.+
3 Και ο Σολομών αγαπούσε+ τον Ιεχωβά περπατώντας σύμφωνα με τα νομοθετήματα του Δαβίδ του πατέρα του.+ Ωστόσο, θυσίαζε στους υψηλούς τόπους+ και εκεί έκανε τις προσφορές να βγάζουν καπνό.
4 Πήγε, λοιπόν, ο βασιλιάς στη Γαβαών+ για να θυσιάσει εκεί, γιατί αυτός ήταν ο μεγάλος υψηλός τόπος.+ Χίλια ολοκαυτώματα πρόσφερε ο Σολομών πάνω σε εκείνο το θυσιαστήριο.+
5 Στη Γαβαών, ο Ιεχωβά εμφανίστηκε+ στον Σολομώντα σε όνειρο+ τη νύχτα· και είπε ο Θεός: «Ζήτησε τι να σου δώσω».+
6 Και ο Σολομών είπε: «Εσύ εκδήλωσες μεγάλη στοργική καλοσύνη+ προς τον υπηρέτη σου τον Δαβίδ, τον πατέρα μου, καθόσον περπάτησε ενώπιόν σου με αλήθεια και με δικαιοσύνη+ και με ευθύτητα καρδιάς απέναντί σου· και εξακολούθησες να του δείχνεις αυτή τη μεγάλη στοργική καλοσύνη, ώστε του έδωσες γιο για να καθήσει στο θρόνο του, όπως συμβαίνει αυτή την ημέρα.+
7 Και εσύ, Ιεχωβά Θεέ μου, έκανες τον υπηρέτη σου βασιλιά στη θέση του Δαβίδ του πατέρα μου, και εγώ δεν είμαι παρά ένα μικρό παιδί.+ Δεν γνωρίζω πώς να βγαίνω και πώς να μπαίνω.+
8 Και ο υπηρέτης σου είναι στο μέσο του λαού σου τον οποίο έχεις εκλέξει,+ ενός πολυπληθούς λαού που δεν μπορεί να αριθμηθεί ούτε να μετρηθεί λόγω του πλήθους του.+
9 Δώσε, λοιπόν, στον υπηρέτη σου υπάκουη καρδιά για να κρίνει+ το λαό σου, για να διακρίνει το καλό από το κακό·+ διότι ποιος μπορεί να κρίνει+ αυτόν το δύσκολο λαό σου;»+
10 Και αυτό φάνηκε αρεστό στα μάτια του Ιεχωβά, επειδή ο Σολομών είχε ζητήσει αυτό το πράγμα.+
11 Του είπε, λοιπόν, ο Θεός: «Επειδή ζήτησες αυτό το πράγμα και δεν ζήτησες για τον εαυτό σου πολλές ημέρες ούτε ζήτησες για τον εαυτό σου πλούτη+ ούτε ζήτησες την ψυχή των εχθρών σου, αλλά ζήτησες για τον εαυτό σου κατανόηση ώστε να ακούς δικαστικές υποθέσεις,+
12 εγώ θα ενεργήσω σύμφωνα με τα λόγια σου.+ Δες! Θα σου δώσω καρδιά γεμάτη σοφία και κατανόηση,+ ώστε όμοιός σου δεν θα έχει υπάρξει πριν από εσένα, και ύστερα από εσένα δεν θα εγερθεί όμοιός σου.+
13 Επίσης, θα σου δώσω και αυτά που δεν ζήτησες,+ και πλούτη+ και δόξα, σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν θα έχει υπάρξει ανάμεσα στους βασιλιάδες κανείς όμοιός σου, όλες τις ημέρες σου.+
14 Και αν περπατήσεις στις οδούς μου τηρώντας τις διατάξεις+ μου και τις εντολές μου, ακριβώς όπως περπάτησε ο Δαβίδ ο πατέρας σου,+ τότε θα κάνω να μακροημερεύσεις».+
15 Όταν ξύπνησε ο Σολομών,+ κατάλαβε ότι ήταν όνειρο. Τότε πήγε στην Ιερουσαλήμ και στάθηκε μπροστά στην κιβωτό+ της διαθήκης του Ιεχωβά και πρόσφερε ολοκαυτώματα και έκανε προσφορές συμμετοχής+ και παρέθεσε συμπόσιο+ για όλους τους υπηρέτες του.+
16 Εκείνον τον καιρό, δύο γυναίκες πόρνες+ πήγαν στο βασιλιά και στάθηκαν μπροστά του.+
17 Τότε η μια γυναίκα είπε: «Συγνώμη, κύριέ μου,+ εγώ και η γυναίκα αυτή κατοικούμε στο ίδιο σπίτι, οπότε γέννησα κοντά της, στο σπίτι.
18 Και την τρίτη ημέρα αφότου γέννησα, γέννησε και αυτή η γυναίκα. Και ήμασταν μαζί. Δεν υπήρχε ξένος μαζί μας στο σπίτι· εκτός από εμάς τις δύο κανείς δεν ήταν στο σπίτι.
19 Αργότερα ο γιος αυτής της γυναίκας πέθανε τη νύχτα, επειδή αυτή κοιμήθηκε πάνω του.
20 Γι’ αυτό, σηκώθηκε μέσα στη νύχτα και πήρε το γιο μου από δίπλα μου, την ώρα που η δούλη σου κοιμόταν, και τον έβαλε στην αγκαλιά της, ενώ το δικό της γιο, τον νεκρό, τον έβαλε στην αγκαλιά μου.
21 Όταν σηκώθηκα το πρωί να θηλάσω+ το γιο μου, τι να δω! ήταν νεκρός. Γι’ αυτό, τον περιεργάστηκα προσεκτικά το πρωί και είδα ότι δεν ήταν ο γιος που είχα γεννήσει εγώ».
22 Η άλλη γυναίκα, όμως, είπε: «Όχι! Ο ζωντανός είναι ο γιος μου και ο νεκρός είναι ο γιος σου!» Ταυτόχρονα η πρώτη έλεγε: «Όχι! Ο νεκρός είναι ο γιος σου και ο ζωντανός είναι ο γιος μου». Και συνέχισαν να μιλούν μπροστά στο βασιλιά.+
23 Τελικά ο βασιλιάς είπε: «Η μία λέει: “Αυτός είναι ο γιος μου, ο ζωντανός, και ο δικός σου γιος είναι ο νεκρός!” και η άλλη λέει: “Όχι! Ο νεκρός είναι ο γιος σου και ο ζωντανός είναι ο γιος μου!”»
24 Τότε ο βασιλιάς είπε:+ «Φέρτε μου ένα σπαθί». Έφεραν, λοιπόν, το σπαθί μπροστά στο βασιλιά.
25 Και είπε ο βασιλιάς: «Χωρίστε το ζωντανό παιδί στα δύο και δώστε το ένα μισό στη μία γυναίκα και το άλλο μισό στην άλλη».
26 Αμέσως η γυναίκα της οποίας ο γιος ήταν ο ζωντανός είπε στο βασιλιά (διότι τα βαθιά της αισθήματα+ φούντωσαν για το γιο της+ και έτσι είπε): «Συγνώμη,+ κύριέ μου! Δώστε σε αυτήν το ζωντανό παιδί. Με κανέναν τρόπο μην το θανατώσετε». Ταυτόχρονα η άλλη γυναίκα έλεγε: «Ούτε δικό μου θα γίνει ούτε δικό σου. Χωρίστε το!»+
27 Τότε ο βασιλιάς απάντησε και είπε: «Δώστε σε αυτήν το ζωντανό παιδί και με κανέναν τρόπο μην το θανατώσετε. Αυτή είναι η μητέρα του».
28 Και όλος ο Ισραήλ άκουσε τη δικαστική απόφαση+ που εξέδωσε ο βασιλιάς· και φοβήθηκαν εξαιτίας του βασιλιά,+ γιατί είδαν ότι η σοφία+ του Θεού ήταν μέσα του για να παρέχει δικαστικές αποφάσεις.