1 Βασιλέων 2:1-46
2 Τελικά πλησίασαν οι ημέρες του Δαβίδ να πεθάνει·+ και διέταξε τον Σολομώντα το γιο του, λέγοντας:
2 «Εγώ παίρνω το δρόμο όλης της γης·+ και εσύ να είσαι ισχυρός+ και να αποδειχτείς άντρας.+
3 Και να τηρείς τις υποχρεώσεις σου προς τον Ιεχωβά τον Θεό σου περπατώντας στις οδούς του,+ τηρώντας τα νομοθετήματά του, τις εντολές του και τις δικαστικές αποφάσεις+ του και τις μαρτυρίες του, σύμφωνα με τα γραφόμενα στο νόμο του Μωυσή,+ προκειμένου να ενεργείς συνετά σε οτιδήποτε κάνεις και οπουδήποτε στραφείς·
4 προκειμένου να εκπληρώσει ο Ιεχωβά τον εξής λόγο του τον οποίο είπε σε σχέση με εμένα:+ “Αν οι γιοι+ σου προσέχουν την οδό τους περπατώντας+ με αλήθεια+ ενώπιόν μου, με όλη τους την καρδιά+ και με όλη τους την ψυχή, δεν θα λείψει άνθρωπος δικός σου από το θρόνο του Ισραήλ”.+
5 »Και εσύ ξέρεις καλά τι μου έκανε ο Ιωάβ, ο γιος της Σερουίας,+ με αυτό που έκανε σε δύο αρχηγούς των στρατευμάτων του Ισραήλ, στον Αβενήρ,+ το γιο του Νηρ, και στον Αμασά,+ το γιο του Ιεθέρ,+ όταν τους σκότωσε και έθεσε αίμα+ πολέμου σε καιρό ειρήνης και έβαλε αίμα πολέμου πάνω στη ζώνη του, που φορούσε γύρω από τους γοφούς του, και μέσα στα σανδάλια του, που φορούσε στα πόδια του.
6 Να ενεργήσεις, λοιπόν, σύμφωνα με τη σοφία σου,+ και ας μην κατεβούν τα γκρίζα του μαλλιά με ειρήνη+ στον Σιεόλ.+
7 »Και προς τους γιους του Βαρζελαΐ+ του Γαλααδίτη πρέπει να εκδηλώσεις στοργική καλοσύνη και αυτοί να είναι από εκείνους που τρώνε στο τραπέζι σου·+ διότι με αυτόν τον τρόπο με πλησίασαν+ όταν έφευγα εσπευσμένα μακριά από τον Αβεσσαλώμ τον αδελφό σου.+
8 »Και εδώ μαζί σου είναι ο Σιμεΐ,+ ο γιος του Γηρά του Βενιαμινίτη από το Βαχουρίμ·+ αυτός ήταν που με καταράστηκε προφέροντας μια οδυνηρή κατάρα+ την ημέρα που πήγαινα στη Μαχαναΐμ·+ και αυτός ήταν που κατέβηκε να με συναντήσει στον Ιορδάνη,+ γι’ αυτό του ορκίστηκα στον Ιεχωβά, λέγοντας: “Δεν θα σε θανατώσω με σπαθί”.+
9 Και τώρα μην τον αφήσεις ατιμώρητο,+ γιατί εσύ είσαι σοφός+ άνθρωπος και ξέρεις καλά τι οφείλεις να του κάνεις, και να φέρεις τα γκρίζα+ του μαλλιά στον Σιεόλ με αίμα».+
10 Κατόπιν ο Δαβίδ πλάγιασε με τους προπάτορές+ του και θάφτηκε στην Πόλη του Δαβίδ.+
11 Και οι ημέρες κατά τις οποίες βασίλεψε ο Δαβίδ στον Ισραήλ ήταν σαράντα χρόνια.+ Στη Χεβρών+ βασίλεψε εφτά χρόνια+ και στην Ιερουσαλήμ βασίλεψε τριάντα τρία χρόνια.+
12 Και κάθησε ο Σολομών στο θρόνο του Δαβίδ του πατέρα του·+ και τελικά η βασιλεία του εδραιώθηκε πλήρως.+
13 Κάποια στιγμή ο Αδωνίας, ο γιος της Αγγίθ, πήγε στη Βηθ-σαβεέ,+ τη μητέρα του Σολομώντα. Τότε αυτή είπε: «Είναι ειρηνικός ο ερχομός σου;»+ Και εκείνος είπε: «Είναι ειρηνικός».
14 Στη συνέχεια είπε: «Έχω κάτι να σου πω». Και αυτή του είπε: «Πες μου».+
15 Και εκείνος συνέχισε: «Εσύ ξέρεις καλά ότι η βασιλεία θα γινόταν δική μου και ότι σε εμένα είχε προσηλώσει το πρόσωπό του όλος ο Ισραήλ για να γίνω βασιλιάς·+ αλλά η βασιλεία στράφηκε και έγινε του αδελφού μου, γιατί ήταν από τον Ιεχωβά να γίνει δική του.+
16 Τώρα λοιπόν, έχω να σου υποβάλω μια παράκληση. Μην αποδιώξεις το πρόσωπό μου».+ Και του είπε: «Πες μου».
17 Και εκείνος συνέχισε και είπε: «Σε παρακαλώ, πες στον Σολομώντα το βασιλιά (διότι δεν θα αποδιώξει το πρόσωπό σου) να μου δώσει την Αβισάγ+ τη Σουναμίτισσα+ για σύζυγο».
18 Και η Βηθ-σαβεέ είπε: «Καλώς! Θα μιλήσω για λογαριασμό σου στο βασιλιά».
19 Πήγε, λοιπόν, η Βηθ-σαβεέ στον Βασιλιά Σολομώντα προκειμένου να του μιλήσει για λογαριασμό του Αδωνία.+ Αμέσως ο βασιλιάς σηκώθηκε+ να την προϋπαντήσει και την προσκύνησε.+ Κατόπιν κάθησε στο θρόνο του και φρόντισε να βάλουν έναν θρόνο για τη μητέρα του βασιλιά, για να καθήσει στα δεξιά του.+
20 Και αυτή είπε: «Μια μικρή παράκληση έχω να σου υποβάλω. Μην αποδιώξεις το πρόσωπό μου». Και ο βασιλιάς τής είπε: «Να την υποβάλεις, μητέρα μου· διότι δεν θα αποδιώξω το πρόσωπό σου».
21 Του είπε λοιπόν: «Ας δοθεί η Αβισάγ η Σουναμίτισσα στον Αδωνία τον αδελφό σου για σύζυγος».
22 Τότε ο Βασιλιάς Σολομών απάντησε και είπε στη μητέρα του: «Και γιατί ζητάς την Αβισάγ τη Σουναμίτισσα για τον Αδωνία; Ζήτησε για αυτόν και τη βασιλεία+ (εφόσον είναι μεγαλύτερός μου αδελφός),+ ναι, για αυτόν και για τον Αβιάθαρ+ τον ιερέα και για τον Ιωάβ,+ το γιο της Σερουίας».+
23 Τότε ο Βασιλιάς Σολομών ορκίστηκε στον Ιεχωβά, λέγοντας: «Έτσι να κάνει ο Θεός σε εμένα και έτσι να προσθέσει σε αυτό,+ αν το πράγμα που είπε ο Αδωνίας δεν είναι εναντίον της ίδιας του της ψυχής.+
24 Τώρα λοιπόν, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ ο οποίος με έχει εδραιώσει+ και φροντίζει να κάθομαι στο θρόνο του Δαβίδ του πατέρα μου+ και ο οποίος έκανε οίκο+ για εμένα, ακριβώς όπως ο ίδιος είπε,+ σήμερα ο Αδωνίας θα θανατωθεί».+
25 Αμέσως ο Βασιλιάς Σολομών έστειλε τον Βεναΐα,+ το γιο του Ιωδαέ· και αυτός έπεσε πάνω του και εκείνος πέθανε.+
26 Και στον Αβιάθαρ+ τον ιερέα ο βασιλιάς είπε: «Πήγαινε στην Αναθώθ,+ στους αγρούς σου! Διότι είσαι άξιος θανάτου,+ αλλά αυτή την ημέρα δεν θα σε θανατώσω, επειδή μετέφερες την κιβωτό του Υπέρτατου Κυρίου Ιεχωβά+ μπροστά από τον Δαβίδ τον πατέρα μου+ και επειδή υπέφερες ταλαιπωρίες όλο τον καιρό που υπέφερε ταλαιπωρίες ο πατέρας μου».+
27 Και εκδίωξε ο Σολομών τον Αβιάθαρ από το να είναι ιερέας του Ιεχωβά, για να εκπληρωθεί ο λόγος του Ιεχωβά τον οποίο είχε πει εναντίον του οίκου του Ηλεί+ στη Σηλώ.+
28 Και η είδηση έφτασε στον Ιωάβ+—διότι ο Ιωάβ είχε ταχθεί με το μέρος του Αδωνία,+ μολονότι δεν είχε ταχθεί με το μέρος του Αβεσσαλώμ+—και ο Ιωάβ κατέφυγε στη σκηνή+ του Ιεχωβά και πιάστηκε από τα κέρατα του θυσιαστηρίου.+
29 Και αναφέρθηκε στον Βασιλιά Σολομώντα: «Ο Ιωάβ κατέφυγε στη σκηνή του Ιεχωβά και βρίσκεται δίπλα στο θυσιαστήριο». Και έστειλε ο Σολομών τον Βεναΐα, το γιο του Ιωδαέ, λέγοντας: «Πήγαινε, πέσε πάνω του!»+
30 Και ο Βεναΐας πήγε στη σκηνή του Ιεχωβά και του είπε: «Αυτό είπε ο βασιλιάς: “Βγες έξω!”» Εκείνος όμως είπε: «Όχι! Εδώ+ θα πεθάνω». Και ο Βεναΐας έφερε τα νέα στο βασιλιά, λέγοντας: «Αυτό είπε ο Ιωάβ και αυτό μου απάντησε».
31 Τότε ο βασιλιάς τού είπε: «Κάνε όπως σου είπε και πέσε πάνω του· και θάψε τον και αφαίρεσε από εμένα και από τον οίκο του πατέρα μου το αδικοχυμένο αίμα+ που έχυσε ο Ιωάβ.+
32 Και ο Ιεχωβά θα φέρει το αίμα του πάνω στο κεφάλι του,+ επειδή έπεσε πάνω σε δύο άντρες δικαιότερους και καλύτερους από τον ίδιο+ και τους σκότωσε με σπαθί, ενώ ο πατέρας μου ο Δαβίδ δεν το ήξερε,+ συγκεκριμένα, τον Αβενήρ,+ το γιο του Νηρ, τον αρχηγό του στρατεύματος του Ισραήλ,+ και τον Αμασά,+ το γιο του Ιεθέρ, τον αρχηγό του στρατεύματος του Ιούδα.+
33 Και το αίμα τους θα επιστρέψει πάνω στο κεφάλι του Ιωάβ και πάνω στο κεφάλι των απογόνων του στον αιώνα·+ για τον Δαβίδ,+ όμως, και για τους απογόνους του και για τον οίκο του και για το θρόνο του θα υπάρχει ειρήνη από τον Ιεχωβά στον αιώνα».+
34 Τότε ο Βεναΐας, ο γιος του Ιωδαέ, ανέβηκε+ και έπεσε πάνω του και τον θανάτωσε·+ και θάφτηκε στο σπίτι του στην έρημο.
35 Κατόπιν ο βασιλιάς τοποθέτησε στη θέση εκείνου τον Βεναΐα,+ το γιο του Ιωδαέ, για να είναι επικεφαλής του στρατεύματος·+ και τον Σαδώκ τον ιερέα ο βασιλιάς τον τοποθέτησε στη θέση του Αβιάθαρ.+
36 Τελικά ο βασιλιάς έστειλε και κάλεσε τον Σιμεΐ+ και του είπε: «Χτίσε ένα σπίτι στην Ιερουσαλήμ και να κατοικείς εκεί, και μη βγεις από εκεί για να πας στον έναν ή στον άλλον τόπο.
37 Την ημέρα δε που θα βγεις και θα περάσεις την κοιλάδα του χειμάρρου Κιδρόν,+ να ξέρεις ότι εξάπαντος θα πεθάνεις.+ Η ενοχή αίματος για εσένα θα πέσει πάνω στο δικό σου κεφάλι».+
38 Και ο Σιμεΐ είπε στο βασιλιά: «Καλός είναι ο λόγος. Όπως είπε ο κύριός μου ο βασιλιάς έτσι θα κάνει ο υπηρέτης σου». Και ο Σιμεΐ κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ πολλές ημέρες.
39 Αφού πέρασαν τρία χρόνια, δύο δούλοι+ του Σιμεΐ απέδρασαν και πήγαν στον Αγχούς,+ το γιο του Μααχά, το βασιλιά της Γαθ·+ και κάποιοι το ανέφεραν στον Σιμεΐ, λέγοντας: «Δες! Οι δούλοι σου είναι στη Γαθ».
40 Αμέσως ο Σιμεΐ σηκώθηκε και σαμάρωσε το γαϊδούρι του και πήγε στη Γαθ στον Αγχούς για να ψάξει να βρει τους δούλους του· και πήγε ο Σιμεΐ και έφερε τους δούλους του από τη Γαθ.
41 Και αναφέρθηκε στον Σολομώντα: «Ο Σιμεΐ πήγε από την Ιερουσαλήμ στη Γαθ και γύρισε».
42 Τότε ο βασιλιάς έστειλε και κάλεσε+ τον Σιμεΐ και του είπε: «Δεν σε όρκισα στον Ιεχωβά για να σε προειδοποιήσω,+ λέγοντας: “Την ημέρα που θα βγεις έξω και θα πας εδώ ή εκεί, να ξέρεις ότι εξάπαντος θα πεθάνεις”, και δεν μου είπες: “Καλός είναι ο λόγος που άκουσα”;+
43 Γιατί, λοιπόν, δεν τήρησες τον όρκο του Ιεχωβά+ και την εντολή που σου έδωσα επίσημα;»+
44 Και ο βασιλιάς συνέχισε και είπε στον Σιμεΐ: «Εσύ ξέρεις όλο το κακό το οποίο ξέρει καλά η καρδιά σου ότι έκανες στον Δαβίδ τον πατέρα μου·+ και ο Ιεχωβά θα επιστρέψει πάνω στο κεφάλι σου το κακό που έκανες.+
45 Αλλά ο Βασιλιάς Σολομών θα είναι ευλογημένος+ και ο θρόνος του Δαβίδ θα είναι εδραιωμένος ενώπιον του Ιεχωβά για πάντα».+
46 Τότε διέταξε ο βασιλιάς τον Βεναΐα, το γιο του Ιωδαέ, ο οποίος βγήκε και έπεσε πάνω του και εκείνος πέθανε.+
Και η βασιλεία εδραιώθηκε στο χέρι του Σολομώντα.+