Μάρκος 6:1-56
6 Και έφυγε από εκεί και ήρθε στον τόπο του, και οι μαθητές του τον ακολούθησαν.+
2 Όταν ήρθε το σάββατο, άρχισε να διδάσκει στη συναγωγή· και οι περισσότεροι από εκείνους που άκουγαν έμεναν έκπληκτοι και έλεγαν: «Πού τα βρήκε αυτός ο άνθρωπος αυτά τα πράγματα;+ Και γιατί του δόθηκε αυτή η σοφία, και εκτελούνται τέτοια δυναμικά έργα μέσω των χεριών του;
3 Δεν είναι αυτός ο ξυλουργός,+ ο γιος της Μαρίας+ και αδελφός του Ιακώβου+ και του Ιωσήφ και του Ιούδα και του Σίμωνα;+ Και δεν είναι εδώ μαζί μας οι αδελφές του;» Γι’ αυτό, άρχισαν να σκανδαλίζονται με αυτόν.+
4 Αλλά ο Ιησούς άρχισε να τους λέει: «Δεν υπάρχει προφήτης χωρίς τιμή παρά μόνο στον τόπο του+ και μεταξύ των συγγενών του και στο ίδιο του το σπίτι».+
5 Δεν μπορούσε, λοιπόν, να κάνει κανένα δυναμικό έργο εκεί, παρά μόνο έθεσε τα χέρια του πάνω σε λίγους αρρώστους και τους θεράπευσε.
6 Πράγματι, απόρησε με την απιστία τους. Και περιόδευε τα χωριά γύρω, διδάσκοντας.+
7 Κάλεσε, λοιπόν, τους δώδεκα και άρχισε για πρώτη φορά να τους στέλνει δύο δύο+ και τους έδινε εξουσία πάνω στα ακάθαρτα πνεύματα.+
8 Επίσης, τους έδωσε εντολές να μην πάρουν τίποτα για το ταξίδι, παρά μόνο ένα μπαστούνι, ούτε ψωμί ούτε σακίδιο τροφίμων+ ούτε χάλκινα χρήματα στο πουγκί της ζώνης τους,+
9 αλλά να βάλουν σανδάλια και να μη φορέσουν δύο εσωτερικά ενδύματα.+
10 Επιπλέον, τους είπε: «Σε οποιοδήποτε σπίτι μπείτε,+ εκεί να μένετε μέχρι να βγείτε από εκείνον τον τόπο.+
11 Και οποιοσδήποτε τόπος δεν σας δεχτεί ούτε σας ακούσει, βγαίνοντας από εκεί τινάξτε τη σκόνη που είναι κάτω από τα πόδια σας για μαρτυρία σε αυτούς».+
12 Ξεκίνησαν, λοιπόν, και κήρυξαν για να μετανοήσουν+ οι άνθρωποι·
13 και εξέβαλλαν πολλούς δαίμονες+ και άλειβαν πολλούς αρρώστους με λάδι+ και τους θεράπευαν.+
14 Αυτό, λοιπόν, έφτασε στα αφτιά του Βασιλιά Ηρώδη, γιατί το όνομα του Ιησού έγινε πασίγνωστο, και οι άνθρωποι έλεγαν: «Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής εγέρθηκε από τους νεκρούς, και γι’ αυτό ενεργούν σε αυτόν τα δυναμικά έργα».+
15 Άλλοι έλεγαν: «Είναι ο Ηλίας».+ Άλλοι πάλι έλεγαν: «Είναι προφήτης όπως ένας από τους προφήτες».+
16 Αλλά όταν ο Ηρώδης το άκουσε αυτό άρχισε να λέει: «Ο Ιωάννης τον οποίο αποκεφάλισα, αυτός εγέρθηκε».+
17 Διότι ο ίδιος ο Ηρώδης είχε στείλει και είχε συλλάβει τον Ιωάννη και τον είχε δέσει στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, της συζύγου του Φιλίππου του αδελφού του, επειδή την είχε παντρευτεί.+
18 Διότι ο Ιωάννης είχε πει επανειλημμένα στον Ηρώδη: «Δεν είναι νόμιμο να έχεις εσύ τη σύζυγο του αδελφού σου».+
19 Η δε Ηρωδιάδα έτρεφε μνησικακία+ εναντίον του και ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά δεν μπορούσε.+
20 Διότι ο Ηρώδης φοβόταν+ τον Ιωάννη, επειδή γνώριζε ότι είναι δίκαιος και άγιος άντρας·+ και τον διατηρούσε ασφαλή. Και αφού τον άκουσε,+ βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία για το τι να κάνει, εντούτοις συνέχισε να τον ακούει ευχαρίστως.
21 Ωστόσο, ήρθε μια κατάλληλη ημέρα,+ όταν ο Ηρώδης παρέθεσε δείπνο στα γενέθλιά+ του για τους μεγιστάνες του και τους στρατιωτικούς διοικητές και τους κορυφαίους της Γαλιλαίας.
22 Και μπήκε η κόρη αυτής της Ηρωδιάδας και χόρεψε και άρεσε στον Ηρώδη και σε εκείνους που πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι+ με αυτόν. Ο βασιλιάς είπε στο κορίτσι: «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις και θα σου το δώσω».
23 Μάλιστα της ορκίστηκε: «Ό,τι μου ζητήσεις θα σου το δώσω,+ μέχρι το μισό μου βασίλειο».+
24 Και αυτή βγήκε έξω και είπε στη μητέρα της: «Τι να ζητήσω;» Εκείνη είπε: «Το κεφάλι του Ιωάννη του Βαφτιστή».+
25 Αμέσως, αυτή πήγε με βιασύνη μέσα, στο βασιλιά, και υπέβαλε το αίτημά της, λέγοντας: «Θέλω να μου δώσεις τώρα αμέσως σε έναν δίσκο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαφτιστή».
26 Μολονότι ο βασιλιάς λυπήθηκε βαθιά, εντούτοις δεν θέλησε να δείξει αδιαφορία για αυτήν, λαβαίνοντας υπόψη τους όρκους και εκείνους που πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι.+
27 Ο βασιλιάς, λοιπόν, έστειλε αμέσως έναν σωματοφύλακα και τον διέταξε να φέρει το κεφάλι του. Και εκείνος πήγε και τον αποκεφάλισε στη φυλακή+
28 και έφερε το κεφάλι του σε έναν δίσκο και το έδωσε στο κορίτσι, και το κορίτσι το έδωσε στη μητέρα της.+
29 Όταν το άκουσαν οι μαθητές του, ήρθαν και σήκωσαν το πτώμα του και το έβαλαν σε ένα μνημείο.+
30 Και οι απόστολοι συγκεντρώθηκαν μπροστά στον Ιησού και του ανέφεραν όλα όσα είχαν κάνει και είχαν διδάξει.+
31 Και εκείνος τους είπε: «Ελάτε μόνοι σας ιδιαιτέρως σε έναν ερημικό τόπο+ και αναπαυτείτε λίγο».+ Διότι υπήρχαν πολλοί που έρχονταν και πήγαιναν, και δεν είχαν ελεύθερο χρόνο ούτε για να γευματίσουν.+
32 Έφυγαν, λοιπόν, με το πλοιάριο για έναν ερημικό τόπο, ώστε να είναι μόνοι τους.+
33 Αλλά οι άνθρωποι τους είδαν να πηγαίνουν και το έμαθαν πολλοί, και από όλες τις πόλεις έτρεξαν μαζί εκεί, με τα πόδια, και τους πρόλαβαν.+
34 Βγαίνοντας, λοιπόν, είδε ένα μεγάλο πλήθος και τους σπλαχνίστηκε,+ επειδή ήταν σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα.+ Και άρχισε να τους διδάσκει πολλά πράγματα.+
35 Τώρα η ώρα είχε περάσει, και τον πλησίασαν οι μαθητές του και άρχισαν να λένε: «Ο τόπος είναι απομονωμένος και η ώρα είναι ήδη περασμένη.+
36 Πες τους να φύγουν, για να πάνε στη γύρω ύπαιθρο και στα χωριά και να αγοράσουν για τον εαυτό τους κάτι να φάνε».+
37 Απαντώντας εκείνος τους είπε: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Τότε του είπαν: «Να πάμε και να αγοράσουμε ψωμιά αξίας διακοσίων δηναρίων και να τους δώσουμε να φάνε;»+
38 Εκείνος τους είπε: «Πόσα ψωμιά έχετε; Πηγαίνετε να δείτε!» Αφού το εξακρίβωσαν, αυτοί είπαν: «Πέντε, και δύο ψάρια».+
39 Και εκείνος έδωσε οδηγίες σε όλους να πλαγιάσουν κατά ομάδες+ στο χλωρό χορτάρι.+
40 Και ξάπλωσαν σε ομάδες των εκατό και των πενήντα.+
41 Παίρνοντας, λοιπόν, τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, είπε μια ευλογία+ και έσπασε+ τα ψωμιά σε κομμάτια και άρχισε να τα δίνει στους μαθητές, ώστε αυτοί να τα βάλουν μπροστά στους ανθρώπους· και μοίρασε τα δύο ψάρια για όλους.
42 Έφαγαν, λοιπόν, όλοι και χόρτασαν·+
43 και σήκωσαν τα κομμάτια, δώδεκα καλάθια γεμάτα, εκτός από τα ψάρια.
44 Εκείνοι δε που έφαγαν από τα ψωμιά ήταν πέντε χιλιάδες άντρες.+
45 Και χωρίς καθυστέρηση, ανάγκασε τους μαθητές του να επιβιβαστούν στο πλοιάριο και να πάνε πρώτοι στην απέναντι παραλία προς τη Βηθσαϊδά, μέχρι εκείνος να διαλύσει το πλήθος.+
46 Και αφού τους αποχαιρέτησε, πήγε σε ένα βουνό για να προσευχηθεί.+
47 Όταν βράδιασε, το πλοιάριο βρισκόταν στη μέση της θάλασσας, αλλά εκείνος ήταν μόνος στη στεριά.+
48 Και όταν τους είδε να βασανίζονται+ καθώς κωπηλατούσαν—γιατί ο άνεμος τους ήταν αντίθετος—περίπου στην τέταρτη φυλακή της νύχτας ήρθε προς αυτούς, περπατώντας πάνω στη θάλασσα· σκόπευε, όμως, να τους προσπεράσει.
49 Αυτοί, βλέποντάς τον να περπατάει πάνω στη θάλασσα, σκέφτηκαν: «Είναι οπτασία!» και κραύγασαν δυνατά.+
50 Διότι τον είδαν όλοι και ταράχτηκαν. Αλλά αυτός τους μίλησε αμέσως και τους είπε: «Πάρτε θάρρος, εγώ είμαι· μη φοβάστε».+
51 Και ανέβηκε στο πλοιάριο μαζί τους, και ο άνεμος κόπασε. Τότε ένιωσαν πολύ μεγάλη κατάπληξη μέσα τους,+
52 γιατί δεν είχαν συλλάβει το νόημα των ψωμιών, αλλά η καρδιά τους παρέμενε νωθρή σε ό,τι αφορά την κατανόηση.+
53 Και όταν πέρασαν απέναντι στη στεριά, ήρθαν στη Γεννησαρέτ και αγκυροβόλησαν εκεί κοντά.+
54 Αλλά μόλις βγήκαν από το πλοιάριο, οι άνθρωποι τον αναγνώρισαν
55 και έτρεξαν σε όλη εκείνη την περιοχή και άρχισαν να μεταφέρουν πάνω σε φορεία εκείνους που ήταν άρρωστοι, στο μέρος όπου άκουγαν ότι ήταν αυτός.
56 Και όπου έμπαινε, σε χωριά ή σε πόλεις ή στην ύπαιθρο,+ έβαζαν τους αρρώστους στις αγορές και τον εκλιπαρούσαν να αγγίξουν+ έστω και τα κρόσσια+ του εξωτερικού του ενδύματος. Και όσοι τα άγγιζαν γίνονταν καλά.+