Μάρκος 5:1-43
5 Έφτασαν, λοιπόν, στην απέναντι πλευρά της θάλασσας, στη χώρα των Γερασηνών.+
2 Και αμέσως μόλις βγήκε από το πλοιάριο τον συνάντησε ένας άνθρωπος που βρισκόταν κάτω από την εξουσία ενός ακάθαρτου πνεύματος και ερχόταν ανάμεσα από τα μνημεία.+
3 Αυτός σύχναζε στα μνήματα· και μέχρι τότε κανείς απολύτως δεν μπορούσε να τον δέσει ακόμη και με αλυσίδα,
4 επειδή τον είχαν δέσει πολλές φορές με ποδόδεσμα και αλυσίδες, αλλά αυτός έσπαζε τις αλυσίδες και συνέτριβε τα ποδόδεσμα· και κανείς δεν είχε τη δύναμη να τον δαμάσει.
5 Και συνεχώς, νύχτα και ημέρα, κραύγαζε στα μνήματα και στα βουνά και κατακοβόταν με πέτρες.
6 Αλλά μόλις είδε τον Ιησού από απόσταση, έτρεξε και τον προσκύνησε
7 και, αφού κραύγασε με δυνατή φωνή,+ είπε: «Τι σχέση έχω εγώ με εσένα, Ιησού, Γιε του Υψίστου Θεού;+ Σε ορκίζω+ στον Θεό να μη με βασανίσεις».+
8 Διότι εκείνος του έλεγε: «Βγες από τον άνθρωπο, ακάθαρτο πνεύμα».+
9 Άρχισε, λοιπόν, να τον ρωτάει: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Και αυτός του είπε: «Το όνομά μου είναι Λεγεώνα,+ επειδή είμαστε πολλοί».+
10 Και τον ικέτευε πολλές φορές να μη διώξει τα πνεύματα έξω από τη χώρα.+
11 Υπήρχε δε στο βουνό ένα μεγάλο κοπάδι γουρούνια+ που έβοσκαν.+
12 Τον ικέτευσαν, λοιπόν, λέγοντας: «Στείλε μας στα γουρούνια, ώστε να μπούμε σε αυτά».
13 Και τους το επέτρεψε. Τότε τα ακάθαρτα πνεύματα βγήκαν και μπήκαν στα γουρούνια· και το κοπάδι όρμησε από τον γκρεμό στη θάλασσα, περίπου δύο χιλιάδες γουρούνια, και πνίγηκαν το ένα μετά το άλλο στη θάλασσα.+
14 Εκείνοι, όμως, που τα έβοσκαν έφυγαν και το ανέφεραν στην πόλη και στην ύπαιθρο· και οι άνθρωποι ήρθαν να δουν τι ήταν αυτό που είχε συμβεί.+
15 Ήρθαν, λοιπόν, στον Ιησού και είδαν τον δαιμονισμένο να κάθεται ντυμένος και να είναι στα λογικά του, αυτόν που πριν είχε τη λεγεώνα· και τους έπιασε φόβος.
16 Επίσης, εκείνοι που το είχαν δει τους αφηγήθηκαν με ποιον τρόπο είχε συμβεί αυτό στον δαιμονισμένο και σχετικά με τα γουρούνια.
17 Γι’ αυτό, άρχισαν να τον ικετεύουν να φύγει από την περιφέρειά τους.+
18 Καθώς, λοιπόν, επιβιβαζόταν στο πλοιάριο, ο άνθρωπος που πριν ήταν δαιμονισμένος άρχισε να τον ικετεύει να παραμείνει μαζί του.+
19 Ωστόσο, εκείνος δεν τον άφησε, αλλά του είπε: «Πήγαινε στο σπίτι σου, στους συγγενείς σου,+ και ανάφερέ τους όλα όσα έχει κάνει για εσένα ο Ιεχωβά+ και το έλεος+ που σου έδειξε».
20 Και αυτός έφυγε και άρχισε να διαλαλεί στη Δεκάπολη+ όλα όσα έκανε για αυτόν ο Ιησούς· και όλοι θαύμαζαν.+
21 Αφού ο Ιησούς ξαναπέρασε με το πλοιάριο στην απέναντι παραλία, συγκεντρώθηκε κοντά του μεγάλο πλήθος· και αυτός ήταν δίπλα στη θάλασσα.+
22 Ήρθε, λοιπόν, κάποιος από τους αρχισυνάγωγους ονόματι Ιάειρος και, όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια του+
23 και τον ικέτευε πολλές φορές, λέγοντας: «Η κορούλα μου είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Έλα, σε παρακαλώ, και βάλε τα χέρια+ σου πάνω της για να γίνει καλά και να ζήσει».+
24 Τότε εκείνος έφυγε μαζί του. Και τον ακολουθούσε μεγάλο πλήθος και στριμωχνόταν πάνω του.+
25 Ήταν δε μια γυναίκα που έπασχε από ροή αίματος+ επί δώδεκα χρόνια,+
26 και είχε υποφέρει πολλά από πολλούς γιατρούς+ και είχε ξοδέψει όλους τους πόρους της και δεν είχε ωφεληθεί αλλά, απεναντίας, είχε χειροτερέψει.
27 Όταν αυτή άκουσε τα σχετικά με τον Ιησού, ήρθε από πίσω, μέσα στο πλήθος, και άγγιξε+ το εξωτερικό του ένδυμα·
28 διότι έλεγε: «Και μόνο τα εξωτερικά του ενδύματα αν αγγίξω, θα γίνω καλά».+
29 Και αμέσως η πηγή του αίματός της σταμάτησε, και ένιωσε στο σώμα της ότι είχε γιατρευτεί από την οδυνηρή αρρώστια.+
30 Αμέσως κατάλαβε και ο Ιησούς μέσα του ότι είχε βγει δύναμη+ από αυτόν, και γύρισε προς το πλήθος και άρχισε να λέει: «Ποιος άγγιξε τα εξωτερικά μου ενδύματα;»+
31 Αλλά οι μαθητές του άρχισαν να του λένε: «Βλέπεις ότι το πλήθος στριμώχνεται πάνω σου,+ και εσύ λες: “Ποιος με άγγιξε;”»
32 Ωστόσο, αυτός κοίταζε γύρω για να δει εκείνη που το είχε κάνει αυτό.
33 Τότε η γυναίκα, φοβισμένη και τρέμοντας, καθώς ήξερε τι της είχε συμβεί, ήρθε και έπεσε κάτω μπροστά του και του είπε όλη την αλήθεια.+
34 Εκείνος της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έκανε καλά. Πήγαινε με ειρήνη+ και να είσαι υγιής από την οδυνηρή σου αρρώστια».+
35 Ενώ μιλούσε ακόμη, ήρθαν μερικοί από το σπίτι του αρχισυνάγωγου και είπαν: «Η κόρη σου πέθανε! Γιατί να ενοχλείς πια το δάσκαλο;»+
36 Αλλά ο Ιησούς, που άκουσε τα λόγια που λέγονταν, είπε στον αρχισυνάγωγο: «Μη φοβάσαι, μόνο να ασκείς πίστη».+
37 Και δεν άφησε κανέναν να έρθει μαζί του εκτός από τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδελφό του Ιακώβου.+
38 Ήρθαν, λοιπόν, στο σπίτι του αρχισυνάγωγου, και είδε να γίνεται θόρυβος και ανθρώπους να κλαίνε και να βγάζουν πολλές γοερές κραυγές
39 και, αφού μπήκε μέσα, τους είπε: «Γιατί θορυβείτε και κλαίτε; Το παιδάκι δεν πέθανε αλλά κοιμάται».+
40 Τότε άρχισαν να γελούν μαζί του με καταφρόνηση. Εκείνος όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, πήρε τον πατέρα και τη μητέρα του μικρού παιδιού, και εκείνους που ήταν μαζί του, και μπήκε εκεί που ήταν το παιδάκι.+
41 Και πιάνοντας το χέρι του μικρού παιδιού, της είπε: «Ταλιθά κούμι», το οποίο όταν μεταφράζεται σημαίνει: «Κορίτσι, σου λέω: Σήκω!»+
42 Και ευθύς το κορίτσι σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει, γιατί ήταν δώδεκα χρονών. Και αμέσως αυτοί κυριεύτηκαν από χαρά και μεγάλη έκσταση.+
43 Αλλά τους πρόσταξε επανειλημμένα να μην το μάθει+ κανείς, και είπε να της δώσουν να φάει.