Δανιήλ 6:1-28
6 Φάνηκε καλό στον Δαρείο και εγκατέστησε στο βασίλειο εκατόν είκοσι σατράπες, οι οποίοι θα ήταν υπεύθυνοι για ολόκληρο το βασίλειο·+
2 και πάνω από αυτούς τρεις ανώτερους αξιωματούχους, ένας από τους οποίους ήταν ο Δανιήλ,+ προκειμένου να δίνουν εκείνοι οι σατράπες+ αναφορά σε αυτούς και να μη ζημιώνεται ο βασιλιάς.+
3 Από τότε ο Δανιήλ άρχισε να ξεχωρίζει+ από τους ανώτερους αξιωματούχους και τους σατράπες, καθώς πνεύμα εξαιρετικό ήταν σε αυτόν·+ και ο βασιλιάς σκόπευε να τον εξυψώσει πάνω από όλο το βασίλειο.
4 Εκείνον τον καιρό, οι ανώτεροι αξιωματούχοι και οι σατράπες ζητούσαν διαρκώς να βρουν κάποια αφορμή εναντίον του Δανιήλ αναφορικά με τη βασιλεία·+ αλλά ούτε αφορμή ούτε κάτι το διεφθαρμένο μπορούσαν να βρουν, επειδή αυτός ήταν αξιόπιστος και ούτε αμέλεια ούτε κάτι το διεφθαρμένο βρισκόταν σε αυτόν.+
5 Έλεγαν, λοιπόν, αυτοί οι ακμαίοι άντρες: «Δεν θα βρούμε σε αυτόν τον Δανιήλ καμιά αφορμή, εκτός αν βρούμε εναντίον του κάτι σε σχέση με το νόμο του Θεού του».+
6 Τότε αυτοί οι ανώτεροι αξιωματούχοι και οι σατράπες μπήκαν όλοι μαζί στο βασιλιά+ και του έλεγαν τα εξής: «Δαρείε βασιλιά, είθε να ζεις στους αιώνες.+
7 Όλοι οι ανώτεροι αξιωματούχοι του βασιλείου, οι ύπαρχοι και οι σατράπες, οι ανώτεροι βαθμοφόροι του βασιλιά και οι κυβερνήτες, έκαναν συμβούλιο για να θεσπιστεί βασιλικό νομοθέτημα+ και να επιβληθεί απαγόρευση, ότι για τριάντα ημέρες όποιος κάνει αίτημα προς οποιονδήποτε θεό ή άνθρωπο εκτός προς εσένα, βασιλιά, να ριχτεί στο λάκκο των λιονταριών.+
8 Τώρα, βασιλιά, ας θεσπίσεις το νομοθέτημα και ας υπογράψεις το έγγραφο,+ προκειμένου να μην αλλάξει αυτό, σύμφωνα με το νόμο των Μήδων και των Περσών,+ ο οποίος δεν αναιρείται».+
9 Οπότε, ο Βασιλιάς Δαρείος υπέγραψε το έγγραφο και την απαγόρευση.+
10 Αλλά ο Δανιήλ, μόλις έμαθε ότι είχε υπογραφεί το έγγραφο, μπήκε στο σπίτι του και, έχοντας τα παράθυρα του ανωγείου του ανοιχτά προς την Ιερουσαλήμ,+ τρεις φορές την ημέρα+ έπεφτε στα γόνατά του και προσευχόταν+ και πρόσφερε αίνο ενώπιον του Θεού του,+ όπως έκανε τακτικά και προηγουμένως.+
11 Τότε αυτοί οι ακμαίοι άντρες μπήκαν μέσα όλοι μαζί και βρήκαν τον Δανιήλ να κάνει αίτημα και να εκλιπαρεί για εύνοια ενώπιον του Θεού του.+
12 Κατόπιν, λοιπόν, πλησίασαν και είπαν μπροστά στο βασιλιά σχετικά με την απαγόρευση του βασιλιά: «Δεν υπάρχει η απαγόρευση την οποία εσύ υπέγραψες ότι για τριάντα ημέρες όποιος άνθρωπος κάνει αίτημα προς οποιονδήποτε θεό ή άνθρωπο εκτός προς εσένα, βασιλιά, θα ριχτεί στο λάκκο των λιονταριών;»+ Ο βασιλιάς αποκρίθηκε και είπε: «Το ζήτημα είναι έγκυρο σύμφωνα με το νόμο των Μήδων και των Περσών, ο οποίος δεν αναιρείται».+
13 Αμέσως αυτοί αποκρίθηκαν και είπαν μπροστά στο βασιλιά: «Ο Δανιήλ,+ που είναι από τους εξορίστους του Ιούδα,+ δεν έδειξε σεβασμό για εσένα, βασιλιά, ούτε για την απαγόρευση που υπέγραψες, αλλά τρεις φορές την ημέρα κάνει το αίτημά του».+
14 Ο βασιλιάς, λοιπόν, μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, δυσαρεστήθηκε πολύ+ και προσήλωσε το νου του στον Δανιήλ για να τον σώσει·+ και μέχρι τη δύση του ήλιου εξακολούθησε να αγωνίζεται να τον απελευθερώσει.
15 Τελικά, αυτοί οι ακμαίοι άντρες μπήκαν όλοι μαζί στο βασιλιά και έλεγαν στο βασιλιά: «Λάβε υπόψη σου, βασιλιά, ότι ο νόμος των Μήδων και των Περσών είναι πως όποια απαγόρευση+ ή όποιο νομοθέτημα θεσπίζει ο ίδιος ο βασιλιάς δεν αλλάζει».+
16 Γι’ αυτό, ο βασιλιάς έδωσε εντολή και έφεραν τον Δανιήλ και τον έριξαν στο λάκκο των λιονταριών.+ Ο βασιλιάς αποκρίθηκε και είπε στον Δανιήλ: «Ο Θεός σου, τον οποίο εσύ υπηρετείς ακατάπαυστα, αυτός θα σε σώσει».+
17 Και έφεραν μια πέτρα και την τοποθέτησαν στο στόμιο του λάκκου, και ο βασιλιάς τη σφράγισε με το σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι του και με το σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι των μεγιστάνων του, προκειμένου να μην αλλάξει τίποτα στην περίπτωση του Δανιήλ.+
18 Κατόπιν ο βασιλιάς πήγε στο ανάκτορό του και πέρασε τη νύχτα νηστεύοντας,+ και δεν έφεραν μπροστά του μουσικά όργανα, και ο ύπνος του έφυγε από αυτόν.+
19 Τελικά, την αυγή, ο βασιλιάς σηκώθηκε με το φως της ημέρας και πήγε εσπευσμένα στο λάκκο των λιονταριών.
20 Και, όταν πλησίασε στο λάκκο, φώναξε με λυπημένη φωνή στον Δανιήλ. Ο βασιλιάς μίλησε και είπε στον Δανιήλ: «Δανιήλ, υπηρέτη του ζωντανού Θεού, ο Θεός σου, τον οποίο εσύ υπηρετείς ακατάπαυστα,+ μπόρεσε να σε σώσει από τα λιοντάρια;»+
21 Αμέσως ο Δανιήλ είπε στο βασιλιά: «Βασιλιά, είθε να ζεις στους αιώνες.
22 Ο Θεός+ μου έστειλε τον άγγελό+ του και έκλεισε το στόμα των λιονταριών+ και δεν με εξολόθρευσαν, εφόσον ενώπιόν του βρέθηκε αθωότητα σε εμένα·+ και επίσης ενώπιόν σου, βασιλιά, βλαβερή πράξη δεν έχω κάνει».+
23 Τότε λοιπόν, ο βασιλιάς χάρηκε+ πολύ και έδωσε εντολή να ανεβάσουν τον Δανιήλ από το λάκκο. Και ανέβασαν τον Δανιήλ από το λάκκο, και διαπιστώθηκε ότι δεν είχε πάθει κανένα κακό, επειδή είχε εμπιστευτεί στον Θεό του.+
24 Και ο βασιλιάς έδωσε εντολή και έφεραν αυτούς τους ακμαίους άντρες που είχαν κατηγορήσει τον Δανιήλ+ και έριξαν μέσα στο λάκκο των λιονταριών αυτούς,+ τους γιους τους και τις συζύγους τους·+ και πριν φτάσουν καν στον πυθμένα του λάκκου, τα λιοντάρια τούς άρπαξαν και συνέτριψαν όλα τα κόκαλά τους.+
25 Έπειτα, ο ίδιος ο Δαρείος ο βασιλιάς έγραψε σε όλους τους λαούς, τις εθνότητες και τις γλώσσες που κατοικούν σε όλη τη γη:+ «Είθε η ειρήνη σας να αυξηθεί πάρα πολύ!+
26 Από εμένα δόθηκε η διαταγή+ ότι σε κάθε μέρος όπου εξουσιάζει η βασιλεία μου οι άνθρωποι θα τρέμουν και θα φοβούνται ενώπιον του Θεού του Δανιήλ.+ Διότι αυτός είναι ο ζωντανός Θεός και διαμένει στους αιώνες,+ και η βασιλεία+ του είναι βασιλεία που δεν θα καταστραφεί+ και η εξουσία του είναι για πάντα.+
27 Αυτός σώζει και απελευθερώνει+ και εκτελεί σημεία και θαυμαστά πράγματα στους ουρανούς+ και στη γη,+ γιατί έσωσε τον Δανιήλ από το πέλμα των λιονταριών».
28 Και ο Δανιήλ ευημέρησε στη βασιλεία του Δαρείου+ και στη βασιλεία του Κύρου του Πέρση.+