Κατά τον Ιωάννη 9:1-41
9 Καθώς προχωρούσε, είδε έναν άνθρωπο που ήταν τυφλός εκ γενετής.
2 Και οι μαθητές του τον ρώτησαν: «Ραββί,+ ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, και γεννήθηκε τυφλός;»
3 Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά αυτό έγινε για να φανερωθούν τα έργα του Θεού στην περίπτωσή του.+
4 Εμείς πρέπει να κάνουμε τα έργα Εκείνου που με έστειλε ενόσω είναι ημέρα·+ έρχεται η νύχτα, οπότε κανείς δεν θα μπορεί να εργάζεται.
5 Όσο είμαι στον κόσμο, είμαι το φως του κόσμου».+
6 Αφού τα είπε αυτά, έφτυσε στο έδαφος και έφτιαξε πηλό με το σάλιο, άλειψε τον πηλό στα μάτια του ανθρώπου+
7 και του είπε: «Πήγαινε να πλυθείς στη δεξαμενή του Σιλωάμ» (που μεταφράζεται «απεσταλμένος»). Και εκείνος πήγε και πλύθηκε, και γύρισε πίσω βλέποντας.+
8 Τότε οι γείτονες και εκείνοι που προηγουμένως τον έβλεπαν να ζητιανεύει άρχισαν να λένε: «Αυτός δεν είναι που καθόταν και ζητιάνευε;»
9 Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι». Άλλοι έλεγαν: «Όχι, απλώς του μοιάζει». Ο άνθρωπος έλεγε: «Εγώ είμαι».
10 Τον ρώτησαν λοιπόν: «Τότε πώς ανοίχτηκαν τα μάτια σου;»
11 Αυτός απάντησε: «Ο άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έφτιαξε πηλό και τον άλειψε στα μάτια μου και μου είπε: “Πήγαινε στον Σιλωάμ και πλύσου”.+ Πήγα λοιπόν και πλύθηκα και άρχισα να βλέπω».
12 Τότε του είπαν: «Πού είναι εκείνος ο άνθρωπος;» Αυτός είπε: «Δεν ξέρω».
13 Οδήγησαν τον πρώην τυφλό στους Φαρισαίους.
14 Παρεμπιπτόντως, ήταν Σάββατο+ όταν ο Ιησούς έφτιαξε τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια.+
15 Αυτή τη φορά λοιπόν, τον ρώτησαν και οι Φαρισαίοι πώς άρχισε να βλέπει. Αυτός τους είπε: «Έβαλε πηλό στα μάτια μου, και πλύθηκα και βλέπω».
16 Τότε μερικοί Φαρισαίοι άρχισαν να λένε: «Δεν είναι από τον Θεό αυτός ο άνθρωπος, επειδή δεν τηρεί το Σάββατο».+ Άλλοι έλεγαν: «Μα πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που είναι αμαρτωλός να εκτελεί τέτοιου είδους σημεία;»+ Και υπήρξε διχογνωμία μεταξύ τους.+
17 Και είπαν ξανά στον τυφλό: «Εσύ τι λες για αυτόν, αφού τα δικά σου μάτια άνοιξε;» Εκείνος είπε: «Είναι προφήτης».
18 Ωστόσο, οι Ιουδαίοι δεν πίστεψαν ότι ήταν κάποτε τυφλός και άρχισε να βλέπει, ώσπου φώναξαν τους γονείς του θεραπευμένου τυφλού.
19 Και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας, που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν βλέπει τώρα;»
20 Οι γονείς του απάντησαν: «Εμείς ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός.
21 Αλλά πώς γίνεται τώρα να βλέπει δεν το ξέρουμε· ούτε ξέρουμε ποιος άνοιξε τα μάτια του. Ρωτήστε τον ίδιο. Έχει την ηλικία να σας πει. Ο ίδιος πρέπει να μιλήσει για τον εαυτό του».
22 Οι γονείς του τα είπαν αυτά επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους,+ διότι οι Ιουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει πως, αν κανείς αναγνώριζε ότι αυτός ήταν ο Χριστός, θα έπρεπε να αποβληθεί από τη συναγωγή.+
23 Να γιατί οι γονείς του είπαν: «Έχει την ηλικία να σας πει. Ρωτήστε τον ίδιο».
24 Έτσι λοιπόν, φώναξαν δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πρωτύτερα τυφλός και του είπαν: «Δώσε δόξα στον Θεό· εμείς ξέρουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός».
25 Εκείνος απάντησε: «Το αν είναι αμαρτωλός δεν το ξέρω. Ένα πράγμα όμως ξέρω: Ήμουν τυφλός, αλλά τώρα βλέπω».
26 Του είπαν λοιπόν: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;»
27 Εκείνος τους απάντησε: «Σας είπα ήδη, και όμως δεν δώσατε προσοχή. Γιατί θέλετε να το ακούσετε πάλι; Μήπως θέλετε να γίνετε και εσείς μαθητές του;»
28 Τότε του είπαν με περιφρόνηση: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή.
29 Εμείς γνωρίζουμε ότι ο Θεός μίλησε στον Μωυσή, αλλά για αυτόν δεν γνωρίζουμε από πού είναι».
30 Ο άνθρωπος τους απάντησε: «Εδώ είναι το παράξενο, ότι εσείς δεν γνωρίζετε από πού είναι και εντούτοις μου άνοιξε τα μάτια.
31 Γνωρίζουμε ότι ο Θεός δεν ακούει αμαρτωλούς,+ αλλά αν κανείς είναι θεοφοβούμενος και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει.+
32 Από τα παλιά χρόνια δεν έχει ακουστεί ποτέ ότι άνοιξε κανείς τα μάτια ενός εκ γενετής τυφλού.
33 Αν αυτός δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα απολύτως».+
34 Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Εσύ γεννήθηκες ολόκληρος μέσα στην αμαρτία, και διδάσκεις εμάς;» Και τον πέταξαν έξω!+
35 Ο Ιησούς άκουσε ότι τον πέταξαν έξω και, μόλις τον βρήκε, είπε: «Πιστεύεις στον Γιο του ανθρώπου;»
36 Εκείνος απάντησε: «Και ποιος είναι, κύριε, ώστε να πιστέψω σε αυτόν;»
37 Ο Ιησούς τού είπε: «Τον έχεις δει, και μάλιστα είναι αυτός που μιλάει μαζί σου».
38 Εκείνος είπε: «Πιστεύω σε αυτόν, Κύριε». Και τον προσκύνησε.
39 Και ο Ιησούς είπε: «Για αυτή την κρίση ήρθα σε αυτόν τον κόσμο: για να δουν εκείνοι που δεν βλέπουν+ και να γίνουν τυφλοί εκείνοι που βλέπουν».+
40 Οι Φαρισαίοι που ήταν μαζί του και τα άκουσαν αυτά του είπαν: «Μήπως είμαστε και εμείς τυφλοί;»
41 Ο Ιησούς τούς είπε: «Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα είχατε αμαρτία. Τώρα όμως λέτε: “Βλέπουμε”. Η αμαρτία σας λοιπόν παραμένει».+