2 Σαμουήλ 14:1-33
14 Και ο Ιωάβ,+ ο γιος της Σερουίας,+ κατάλαβε ότι η καρδιά του βασιλιά ήταν προς τον Αβεσσαλώμ.+
2 Έστειλε, λοιπόν, ο Ιωάβ στη Θεκωέ+ και πήρε από εκεί μια σοφή+ γυναίκα και της είπε: «Πένθησε, παρακαλώ, και ντύσου, παρακαλώ, με ενδύματα πένθους και μην αλειφτείς με λάδι·+ και γίνε σαν μια γυναίκα που πενθεί ήδη επί πολλές ημέρες για κάποιον νεκρό.+
3 Και πήγαινε στο βασιλιά και πες του αυτόν το λόγο». Στη συνέχεια ο Ιωάβ έβαλε τα λόγια στο στόμα της.+
4 Και πήγε η γυναίκα η Θεκωίτισσα στο βασιλιά και έπεσε με το πρόσωπό της μέχρις εδάφους+ και πρόσπεσε και είπε: «Σώσε,+ βασιλιά!»
5 Τότε ο βασιλιάς τής είπε: «Τι σου συμβαίνει;» Και εκείνη είπε: «Εγώ είμαι χήρα+ γυναίκα τώρα που πέθανε ο σύζυγός μου.
6 Και η υπηρέτριά σου είχε δύο γιους, και αυτοί οι δύο άρχισαν να παλεύουν στον αγρό+ και δεν υπήρχε απελευθερωτής+ για να τους χωρίσει. Τελικά ο ένας χτύπησε τον άλλον και τον θανάτωσε.
7 Και τώρα όλη η οικογένεια σηκώθηκε εναντίον της υπηρέτριάς σου και λέει: “Παράδωσε αυτόν που πάταξε τον αδελφό του, ώστε να τον θανατώσουμε για την ψυχή του αδελφού του+ τον οποίο σκότωσε,+ και ας αφανίσουμε τον κληρονόμο!” Και αυτοί θα σβήσουν όσα κάρβουνα μου έχουν απομείνει πυρωμένα, και έτσι δεν θα αφήσουν για το σύζυγό μου ούτε όνομα ούτε υπόλοιπο στην επιφάνεια της γης».+
8 Τότε είπε ο βασιλιάς στη γυναίκα: «Πήγαινε στο σπίτι σου και εγώ θα δώσω εντολή σχετικά με εσένα».+
9 Και η γυναίκα η Θεκωίτισσα είπε στο βασιλιά: «Πάνω σε εμένα, κύριέ μου βασιλιά, ας είναι το σφάλμα, καθώς και πάνω στον οίκο του πατέρα μου,+ ενώ ο βασιλιάς και ο θρόνος του είναι αθώοι».
10 Και ο βασιλιάς είπε: «Αν σου μιλήσει κανείς, τότε να τον φέρεις σε εμένα και δεν θα σε πειράξει ποτέ ξανά».
11 Αλλά εκείνη είπε: «Ας θυμηθεί, παρακαλώ, ο βασιλιάς τον Ιεχωβά τον Θεό σου,+ ώστε ο εκδικητής του αίματος+ να μη συνεχίσει να προκαλεί καταστροφή και ώστε να μην αφανίσουν το γιο μου». Και αυτός είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ ούτε μία τρίχα+ του γιου σου δεν θα πέσει στη γη».
12 Τότε η γυναίκα είπε: «Ας πει, παρακαλώ, η υπηρέτριά+ σου έναν λόγο+ στον κύριό μου το βασιλιά». Και αυτός είπε: «Μίλησε!»+
13 Και η γυναίκα συνέχισε και είπε: «Γιατί, λοιπόν, έχεις κάνει έναν τέτοιο συλλογισμό+ εναντίον του λαού του Θεού;+ Λέγοντας ο βασιλιάς αυτόν το λόγο, είναι σαν κάποιον που είναι ένοχος,+ αφού ο βασιλιάς δεν επαναφέρει τον εκτοπισμένο του.+
14 Διότι εξάπαντος θα πεθάνουμε+ και θα γίνουμε σαν νερά που πέφτουν στη γη και δεν μπορεί να τα μαζέψει κανείς. Ο Θεός, όμως, δεν θα αφαιρέσει ψυχή,+ και έχει σκεφτεί λόγους για τους οποίους ο εκτοπισμένος δεν θα πρέπει να μένει εκτοπισμένος από αυτόν.
15 Τώρα λοιπόν, που ήρθα και είπα αυτόν το λόγο στο βασιλιά τον κύριό μου, είναι επειδή ο λαός με έκανε να φοβηθώ. Γι’ αυτό, η υπηρέτριά σου είπε: “Ας μιλήσω, παρακαλώ, στο βασιλιά. Ίσως ο βασιλιάς ενεργήσει σύμφωνα με το λόγο της δούλης του.
16 Επειδή ο βασιλιάς άκουσε και ελευθέρωσε τη δούλη του από την παλάμη του ανθρώπου που ζητάει να αφανίσει εμένα, καθώς και το μοναδικό μου γιο, από την κληρονομιά που έχει δώσει ο Θεός”,+
17 γι’ αυτό η υπηρέτριά σου είπε: “Ας δώσει ανάπαυση, παρακαλώ, ο λόγος του κυρίου μου του βασιλιά”. Διότι όπως ένας άγγελος+ του αληθινού Θεού, έτσι είναι ο κύριός μου ο βασιλιάς στο να διακρίνει το καλό και το κακό·+ και είθε ο Ιεχωβά ο Θεός σου να είναι μαζί σου».
18 Τότε ο βασιλιάς απάντησε και είπε στη γυναίκα: «Μη μου κρύψεις, σε παρακαλώ, τίποτα σχετικά με αυτό που θα σε ρωτήσω».+ Και η γυναίκα είπε: «Ας μιλήσει ο κύριός μου ο βασιλιάς, παρακαλώ».
19 Στη συνέχεια ο βασιλιάς είπε: «Είναι μαζί σου το χέρι του Ιωάβ+ σε όλο αυτό;»+ Και η γυναίκα απάντησε και είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει η ψυχή σου,+ κύριέ μου βασιλιά, κανείς δεν μπορεί να πάει δεξιά ή να πάει αριστερά από όλα όσα είπε ο κύριός μου ο βασιλιάς· διότι ο υπηρέτης σου ο Ιωάβ ήταν αυτός που με διέταξε, και αυτός έβαλε στο στόμα της υπηρέτριάς σου όλα αυτά τα λόγια.+
20 Για να μεταβάλει την εικόνα του ζητήματος το έκανε αυτό ο υπηρέτης σου ο Ιωάβ, αλλά ο κύριός μου είναι σοφός, σαν να έχει τη σοφία του αγγέλου+ του αληθινού Θεού, ώστε να γνωρίζει όλα όσα είναι στη γη».
21 Κατόπιν ο βασιλιάς είπε στον Ιωάβ: «Εντάξει. Θα το κάνω αυτό.+ Πήγαινε, λοιπόν, και φέρε πίσω το νεαρό άντρα, τον Αβεσσαλώμ».+
22 Τότε ο Ιωάβ έπεσε με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους και πρόσπεσε και ευλόγησε το βασιλιά·+ και είπε ο Ιωάβ: «Σήμερα ο υπηρέτης σου γνωρίζει ότι έχω βρει εύνοια στα μάτια σου,+ κύριέ μου βασιλιά, επειδή ο βασιλιάς ενήργησε σύμφωνα με το λόγο του υπηρέτη του».
23 Και σηκώθηκε ο Ιωάβ και πήγε στη Γεσούρ+ και έφερε τον Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ.+
24 Ωστόσο, ο βασιλιάς είπε: «Ας γυρίσει στο σπίτι του, αλλά το πρόσωπό μου δεν θα το δει».+ Πήγε, λοιπόν, ο Αβεσσαλώμ στο σπίτι του, αλλά το πρόσωπο του βασιλιά δεν το είδε.
25 Σε σύγκριση δε με τον Αβεσσαλώμ, δεν υπήρχε άντρας τόσο όμορφος+ σε όλο τον Ισραήλ, ώστε να εξυμνείται τόσο πολύ. Από το πέλμα του ποδιού του ως την κορυφή του κεφαλιού του δεν υπήρχε ελάττωμα σε αυτόν.
26 Και όταν κούρευε το κεφάλι του—στο τέλος κάθε χρόνου το κούρευε· επειδή τον βάραινε+ πολύ, γι’ αυτό το κούρευε—ζύγιζε τις τρίχες του κεφαλιού του και ήταν διακόσιοι σίκλοι, με βάση το βασιλικό πέτρινο ζύγι.
27 Και γεννήθηκαν στον Αβεσσαλώμ τρεις γιοι+ και μία κόρη ονόματι Θάμαρ. Αυτή ήταν γυναίκα με πανέμορφη εμφάνιση.+
28 Και ο Αβεσσαλώμ κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ δύο ολόκληρα χρόνια, αλλά το πρόσωπο του βασιλιά δεν το είδε.+
29 Γι’ αυτό, ο Αβεσσαλώμ έστειλε μήνυμα στον Ιωάβ για να τον στείλει στο βασιλιά, αλλά εκείνος δεν δέχτηκε να πάει σε αυτόν. Αργότερα έστειλε μήνυμα δεύτερη φορά, αλλά δεν δέχτηκε να πάει.
30 Τελικά είπε στους υπηρέτες του: «Κοιτάξτε! Το χωράφι του Ιωάβ είναι δίπλα στο δικό μου, και εκείνος έχει κριθάρι εκεί. Πηγαίνετε και βάλτε του φωτιά».+ Και οι υπηρέτες του Αβεσσαλώμ έβαλαν φωτιά στο χωράφι.+
31 Τότε ο Ιωάβ σηκώθηκε και πήγε στον Αβεσσαλώμ, στο σπίτι του, και του είπε: «Γιατί έβαλαν οι υπηρέτες σου φωτιά στο χωράφι μου;»
32 Και ο Αβεσσαλώμ είπε στον Ιωάβ: «Δες! Σου έστειλα μήνυμα, λέγοντας: “Έλα εδώ να σε στείλω στο βασιλιά, λέγοντας: «Γιατί ήρθα από τη Γεσούρ;+ Θα ήταν καλύτερα για εμένα να ήμουν ακόμη εκεί. Τώρα λοιπόν, ας δω το πρόσωπο του βασιλιά και, αν υπάρχει σφάλμα σε εμένα,+ τότε να με θανατώσει»”».
33 Τότε ο Ιωάβ πήγε στο βασιλιά και του μίλησε. Κατόπιν εκείνος κάλεσε τον Αβεσσαλώμ, ο οποίος πήγε στο βασιλιά και πρόσπεσε σε αυτόν, πέφτοντας με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους μπροστά στο βασιλιά· μετά ο βασιλιάς φίλησε τον Αβεσσαλώμ.+