1 Σαμουήλ 25:1-44
25 Αργότερα πέθανε ο Σαμουήλ·+ και όλος ο Ισραήλ συγκεντρώθηκε και τον θρήνησε+ και τον έθαψε στο σπίτι του στη Ραμά.+ Κατόπιν ο Δαβίδ σηκώθηκε και κατέβηκε στην έρημο Φαράν.+
2 Υπήρχε δε κάποιος άνθρωπος στη Μαών+ του οποίου οι δουλειές ήταν στην Κάρμηλο.+ Αυτός ο άνθρωπος είχε γίνει πολύ μεγάλος, και είχε τρεις χιλιάδες πρόβατα και χίλια κατσίκια· και άρχισε να κουρεύει+ τα πρόβατά του στην Κάρμηλο.
3 Το όνομα του ανθρώπου ήταν Νάβαλ+ και το όνομα της συζύγου του ήταν Αβιγαία.+ Και η σύζυγος είχε καλή φρόνηση+ και ωραία διάπλαση, αλλά ο σύζυγος ήταν σκληρός και κακός στις πράξεις του·+ και ήταν Χαλεβίτης.+
4 Και ο Δαβίδ άκουσε στην έρημο ότι ο Νάβαλ κούρευε+ τα πρόβατά του.
5 Έστειλε, λοιπόν, ο Δαβίδ δέκα νεαρούς και είπε ο Δαβίδ στους νεαρούς: «Ανεβείτε στην Κάρμηλο και πηγαίνετε στον Νάβαλ και ρωτήστε τον εξ ονόματός μου αν είναι καλά.+
6 Αυτό να πείτε στον αδελφό μου: “Είθε να είσαι καλά+ εσύ και να είναι καλά το σπιτικό σου και να είναι καλά όλα όσα έχεις.
7 Άκουσα, λοιπόν, ότι έχεις κουρευτές. Δες! Οι ποιμένες σου ήταν μαζί μας.+ Δεν τους πειράξαμε,+ και τίποτα δικό τους δεν χάθηκε, όλες τις ημέρες που βρίσκονταν στην Κάρμηλο.
8 Ρώτησε τους νεαρούς σου και θα σου πουν, ώστε να βρουν εύνοια οι νεαροί μου στα μάτια σου, επειδή σε καλή ημέρα ήρθαμε. Δώσε, σε παρακαλώ, οτιδήποτε βρει το χέρι σου στους υπηρέτες σου και στο γιο σου τον Δαβίδ”».+
9 Πήγαν, λοιπόν, οι νεαροί του Δαβίδ και είπαν στον Νάβαλ όλα αυτά τα λόγια εξ ονόματος του Δαβίδ και κατόπιν περίμεναν.
10 Τότε ο Νάβαλ απάντησε στους υπηρέτες του Δαβίδ και είπε: «Ποιος είναι ο Δαβίδ+ και ποιος είναι ο γιος του Ιεσσαί; Πολλοί είναι σήμερα οι υπηρέτες που εγκαταλείπουν ο καθένας τον κύριό του.+
11 Θα πάρω, λοιπόν, εγώ το ψωμί+ μου και το νερό μου και τα σφαχτά που έσφαξα για τους κουρευτές μου και θα τα δώσω σε ανθρώπους για τους οποίους δεν ξέρω καν από πού είναι;»+
12 Τότε οι νεαροί του Δαβίδ πήραν το δρόμο της επιστροφής και γύρισαν πίσω και πήγαν και του ανέφεραν όλα αυτά τα λόγια.
13 Αμέσως ο Δαβίδ είπε στους άντρες του: «Ζωστείτε ο καθένας το σπαθί του!»+ Ζώστηκε, λοιπόν, ο καθένας το σπαθί του· και ο Δαβίδ επίσης ζώστηκε το σπαθί του· και άρχισαν να ανεβαίνουν ακολουθώντας τον Δαβίδ, περίπου τετρακόσιοι άντρες, ενώ διακόσιοι κάθησαν με τις αποσκευές.+
14 Στο μεταξύ, στην Αβιγαία, τη σύζυγο του Νάβαλ, κάποιος από τους νεαρούς ανέφερε τα εξής: «Δες! Ο Δαβίδ έστειλε αγγελιοφόρους από την έρημο για να ευχηθεί καλό στον κύριό μας, αλλά εκείνος τους επέπληξε+ με φωνές.
15 Και οι άντρες ήταν πολύ καλοί μαζί μας και δεν μας πείραξαν και δεν χάσαμε απολύτως τίποτα όλες τις ημέρες που περπατούσαμε μαζί τους, όταν βρισκόμασταν στον αγρό.+
16 Σαν τείχος+ ήταν γύρω μας, νύχτα και ημέρα, όλες τις ημέρες που ήμασταν μαζί τους βόσκοντας το ποίμνιο.
17 Τώρα λοιπόν, κοίταξε να δεις τι θα κάνεις, γιατί συμφορά έχει αποφασιστεί+ εναντίον του κυρίου μας και εναντίον όλου του οίκου του, αφού αυτός είναι τόσο άχρηστος άνθρωπος+ ώστε δεν μπορεί να του μιλήσει κανείς».
18 Ευθύς η Αβιγαία+ έσπευσε και πήρε διακόσια ψωμιά και δύο μεγάλες στάμνες κρασί+ και πέντε πρόβατα ετοιμασμένα+ και πέντε σεάχ ψημένα+ σιτηρά και εκατό σταφιδόπιτες+ και διακόσιες συκόπιτες,+ και τα έβαλε πάνω στα γαϊδούρια.
19 Κατόπιν είπε στους νεαρούς της: «Πηγαίνετε μπροστά από εμένα.+ Ορίστε! Εγώ έρχομαι πίσω σας». Στο σύζυγό της τον Νάβαλ, όμως, δεν είπε τίποτα.
20 Και ενώ εκείνη επέβαινε στο γαϊδούρι+ και κατέβαινε κρυφά το βουνό, ο Δαβίδ και οι άντρες του κατέβαιναν να τη συναντήσουν. Και τους αντάμωσε.
21 Ο δε Δαβίδ είχε πει: «Μόνο και μόνο για να απογοητευτώ φύλαξα ό,τι έχει αυτός ο άνθρωπος στην έρημο, και τίποτα από όλα όσα έχει δεν χάθηκε·+ αυτός όμως μου ανταποδίδει κακό σε αντάλλαγμα για το καλό.+
22 Έτσι να κάνει ο Θεός στους εχθρούς του Δαβίδ και έτσι να προσθέσει σε αυτό,+ αν αφήσω να απομείνει ως το πρωί+ έστω και ένας δικός του που ουρεί στον τοίχο».+
23 Όταν η Αβιγαία είδε τον Δαβίδ, αμέσως έσπευσε να κατεβεί από το γαϊδούρι και να πέσει με το πρόσωπο κάτω μπροστά στον Δαβίδ, και προσκύνησε+ μέχρις εδάφους.
24 Μετά έπεσε στα πόδια του+ και είπε: «Πάνω σε εμένα, κύριέ μου, ας είναι το σφάλμα·+ και ας μιλήσει, σε παρακαλώ, η δούλη σου σε εσένα,+ και άκουσε τα λόγια της δούλης σου.
25 Σε παρακαλώ, ας μην προσηλώσει ο κύριός μου την καρδιά του σε αυτόν τον άχρηστο+ άνθρωπο, τον Νάβαλ, γιατί όπως είναι το όνομά του έτσι είναι και αυτός. Νάβαλ είναι το όνομά του και έλλειψη σύνεσης τον διακρίνει.+ Και εγώ η δούλη σου δεν είδα τους νεαρούς του κυρίου μου τους οποίους έστειλες.
26 Τώρα λοιπόν, κύριέ μου, όσο βέβαιο είναι ότι ζει+ ο Ιεχωβά και όσο βέβαιο είναι ότι ζει η ψυχή σου,+ ο Ιεχωβά σε συγκράτησε+ από το να αναμειχθείς σε ενοχή αίματος+ και να κάνεις το δικό σου χέρι να έρθει προς σωτηρία σου.+ Τώρα δε οι εχθροί σου και εκείνοι που θέλουν να κάνουν κακό στον κύριό μου ας γίνουν σαν τον Νάβαλ.+
27 Και σχετικά με αυτό το δώρο ευλογίας+ που έχει φέρει η υπηρέτριά σου στον κύριό μου, αυτό θα δοθεί στους νεαρούς που περπατούν στα βήματα+ του κυρίου μου.
28 Συγχώρησε, σε παρακαλώ, την παράβαση της δούλης σου,+ επειδή ο Ιεχωβά θα κάνει εξάπαντος για τον κύριό μου οίκο που θα διαρκέσει,+ επειδή τους πολέμους του Ιεχωβά διεξάγει ο κύριός μου·+ και κακία δεν θα βρεθεί σε εσένα όλες τις ημέρες σου.+
29 Όταν κάποιος σηκωθεί να σε καταδιώξει και να ζητήσει την ψυχή σου, η ψυχή του κυρίου μου θα είναι σίγουρα τυλιγμένη στο σάκο της ζωής+ κοντά στον Ιεχωβά τον Θεό σου·+ αλλά την ψυχή των εχθρών σου θα την εκσφενδονίσει σαν μέσα από το κοίλωμα σφεντόνας.+
30 Και επειδή ο Ιεχωβά θα κάνει για τον κύριό μου το καλό προς εσένα, σύμφωνα με όλα όσα έχει πει, ασφαλώς θα σε διορίσει ηγέτη του Ισραήλ.+
31 Και ας μη γίνει αυτό αιτία να κλονιστείς ή πρόσκομμα για την καρδιά του κυρίου μου, με το να χυθεί αίμα χωρίς αιτία+ και με το να κάνει ο κύριός μου το δικό του χέρι να έρθει προς σωτηρία του.+ Και σίγουρα ο Ιεχωβά θα κάνει το καλό προς τον κύριό μου· και εσύ να θυμηθείς+ τη δούλη σου».
32 Τότε ο Δαβίδ είπε στην Αβιγαία: «Ευλογημένος να είναι ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ,+ ο οποίος σε έστειλε την ημέρα αυτή να με συναντήσεις!
33 Και ευλογημένη να είναι η σύνεσή+ σου, και ευλογημένη να είσαι εσύ, η οποία με εμπόδισες την ημέρα αυτή να αναμειχθώ σε ενοχή αίματος+ και να κάνω το δικό μου χέρι να έρθει προς σωτηρία μου.+
34 Ειδάλλως, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, ο οποίος με συγκράτησε από το να σου κάνω κακό,+ αν δεν είχες σπεύσει να έρθεις να με συναντήσεις,+ ως το φως του πρωινού δεν θα είχε απομείνει στον Νάβαλ ούτε ένας που ουρεί σε τοίχο».+
35 Κατόπιν ο Δαβίδ δέχτηκε από το χέρι της όσα του είχε φέρει και της είπε: «Ανέβα με ειρήνη+ στο σπίτι σου. Δες! Εγώ άκουσα τη φωνή σου δείχνοντας εκτίμηση+ για το πρόσωπό σου».
36 Αργότερα η Αβιγαία πήγε στον Νάβαλ, και αυτός είχε συμπόσιο στο σπίτι του σαν συμπόσιο βασιλιά·+ και η καρδιά του Νάβαλ ήταν εύθυμη μέσα του και ήταν τελείως μεθυσμένος·+ και εκείνη δεν του είπε τίποτα, ούτε μικρό ούτε μεγάλο, ως το φως του πρωινού.
37 Και το πρωί, όταν ο Νάβαλ συνήλθε από το κρασί, η σύζυγός του τού είπε τα καθέκαστα. Και η καρδιά+ του νεκρώθηκε μέσα του και ο ίδιος έγινε σαν πέτρα.
38 Και αφού πέρασαν δέκα ημέρες περίπου, ο Ιεχωβά πάταξε+ τον Νάβαλ και πέθανε.
39 Και άκουσε ο Δαβίδ ότι πέθανε ο Νάβαλ και είπε: «Ευλογημένος να είναι ο Ιεχωβά, ο οποίος χειρίστηκε τη δικαστική+ υπόθεση του ονειδισμού+ μου για να με ελευθερώσει από το χέρι του Νάβαλ, και ο οποίος κράτησε τον υπηρέτη του μακριά από την κακία·+ τη δε κακία του Νάβαλ, ο Ιεχωβά την έστρεψε πάνω στο κεφάλι του!»+ Και έστειλε ο Δαβίδ και έκανε πρόταση στην Αβιγαία να την πάρει σύζυγό+ του.
40 Πήγαν, λοιπόν, οι υπηρέτες του Δαβίδ στην Αβιγαία στην Κάρμηλο και της μίλησαν, λέγοντας: «Ο Δαβίδ μάς έστειλε σε εσένα για να σε πάρει σύζυγό του».
41 Αμέσως εκείνη σηκώθηκε και προσκύνησε με το πρόσωπό της μέχρις εδάφους+ και είπε: «Να η δούλη σου! Ας είναι υπηρέτρια για να πλένει τα πόδια+ των υπηρετών του κυρίου μου».+
42 Κατόπιν η Αβιγαία+ έσπευσε και σηκώθηκε και ανέβηκε+ στο γαϊδούρι, ενώ πέντε υπηρέτριές της περπατούσαν πίσω της· και πήγε μαζί με τους αγγελιοφόρους του Δαβίδ, και μετά έγινε σύζυγός του.
43 Ο Δαβίδ είχε πάρει επίσης την Αχινοάμ+ από την Ιεζραέλ·+ και οι δύο αυτές γυναίκες ήταν σύζυγοί του.+
44 Ο δε Σαούλ είχε δώσει τη Μιχάλ+ την κόρη του, τη σύζυγο του Δαβίδ, στον Φαλτί,+ το γιο του Λαΐς, ο οποίος ήταν από τη Γαλλίμ.+