1 Σαμουήλ 24:1-22
24 Μόλις επέστρεψε ο Σαούλ από την καταδίωξη των Φιλισταίων,+ του ανέφεραν το εξής: «Δες! Ο Δαβίδ είναι στην έρημο της Εν-γαδί».+
2 Και πήρε ο Σαούλ τρεις χιλιάδες επίλεκτους άντρες+ από όλο τον Ισραήλ και πήγε να ψάξει για τον Δαβίδ+ και τους άντρες του στους γυμνούς βράχους των βουνίσιων αιγών.+
3 Τελικά έφτασε στις πέτρινες μάντρες των προβάτων που είναι δίπλα στο δρόμο, εκεί που υπάρχει μια σπηλιά. Και ο Σαούλ μπήκε για τη φυσική του ανάγκη,+ ενώ ο Δαβίδ και οι άντρες του κάθονταν στα εσώτατα μέρη της σπηλιάς.+
4 Και οι άντρες του Δαβίδ άρχισαν να του λένε: «Να η ημέρα στην οποία ο Ιεχωβά σού λέει: “Ορίστε! Εγώ δίνω τον εχθρό σου στο χέρι σου,+ και εσύ να του κάνεις ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου”».+ Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Δαβίδ και έκοψε αθόρυβα την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι του Σαούλ.
5 Μετά, όμως, η καρδιά του Δαβίδ τον έτυπτε+ για το ότι είχε κόψει την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι του Σαούλ.
6 Γι’ αυτό και είπε στους άντρες του: «Μου είναι αδιανόητο, από την άποψη του Ιεχωβά, να κάνω αυτό το πράγμα στον κύριό μου, τον χρισμένο+ του Ιεχωβά, απλώνοντας το χέρι μου εναντίον του, γιατί αυτός είναι ο χρισμένος του Ιεχωβά».+
7 Και με αυτά τα λόγια ο Δαβίδ διέλυσε τους άντρες του και δεν τους άφησε να σηκωθούν εναντίον του Σαούλ.+ Ο δε Σαούλ σηκώθηκε από τη σπηλιά και συνέχισε το δρόμο του.
8 Και έπειτα σηκώθηκε ο Δαβίδ και βγήκε από τη σπηλιά και φώναξε πίσω από τον Σαούλ, λέγοντας: «Κύριέ μου+ βασιλιά!» Τότε ο Σαούλ κοίταξε πίσω του και ο Δαβίδ προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους+ και πρόσπεσε.
9 Στη συνέχεια ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Γιατί ακούς τα λόγια ανθρώπων+ που λένε: “Ο Δαβίδ ζητάει το κακό σου”;
10 Ορίστε! Αυτή την ημέρα τα μάτια σου είδαν πώς ο Ιεχωβά σε έδωσε σήμερα στο χέρι μου μέσα στη σπηλιά· και κάποιος είπε να σε σκοτώσω,+ αλλά εγώ σε λυπήθηκα και είπα: “Δεν θα απλώσω το χέρι μου εναντίον του κυρίου μου, γιατί αυτός είναι ο χρισμένος+ του Ιεχωβά”.
11 Δες, πατέρα+ μου, ναι, δες την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι σου στο χέρι μου, γιατί όταν έκοψα την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι σου δεν σε σκότωσα. Γνώρισε και δες ότι δεν υπάρχει κακία+ ούτε ανταρσία στο χέρι μου, και δεν έχω αμαρτήσει εναντίον σου, ενώ εσύ παραμονεύεις για να αφαιρέσεις την ψυχή μου.+
12 Ας κρίνει ο Ιεχωβά ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα·+ και ο Ιεχωβά θα πάρει για εμένα εκδίκηση+ από εσένα, αλλά το δικό μου χέρι δεν θα πέσει πάνω σου.+
13 Όπως λέει και η παροιμία των αρχαίων: “Από τους πονηρούς, πονηρία θα βγει”,+ αλλά το δικό μου χέρι δεν θα πέσει πάνω σου.
14 Ποιον βγήκε να κυνηγήσει ο βασιλιάς του Ισραήλ; Ποιον καταδιώκεις; Έναν ψόφιο σκύλο;+ Έναν ψύλλο;+
15 Και ο Ιεχωβά θα γίνει κριτής και θα κρίνει ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα, και θα δει και θα χειριστεί τη δικαστική υπόθεση+ για εμένα και θα με κρίνει για να με ελευθερώσει από το χέρι σου».
16 Και μόλις τελείωσε ο Δαβίδ τα λόγια που έλεγε στον Σαούλ, ο Σαούλ είπε: «Η φωνή σου είναι αυτή, γιε μου Δαβίδ;»+ Και ύψωσε ο Σαούλ τη φωνή του και έκλαψε.+
17 Και είπε στον Δαβίδ: «Εσύ είσαι πιο δίκαιος από εμένα,+ γιατί εσύ μου έχεις κάνει καλό+ ενώ εγώ σου έχω κάνει κακό.
18 Και εσύ είπες σήμερα το καλό που έκανες απέναντί μου, καθότι ο Ιεχωβά με παρέδωσε στο χέρι σου+ αλλά εσύ δεν με σκότωσες.
19 Αν κάποιος βρει τον εχθρό του, θα τον αφήσει να φύγει και να πάει σε καλό δρόμο;+ Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά θα σε ανταμείψει με καλό,+ επειδή αυτή την ημέρα ενήργησες έτσι απέναντί μου.
20 Και τώρα, δες! το ξέρω καλά ότι εσύ οπωσδήποτε θα βασιλέψεις+ και ότι στο δικό σου χέρι θα παραμείνει η βασιλεία του Ισραήλ.
21 Γι’ αυτό λοιπόν, ορκίσου μου στον Ιεχωβά+ ότι δεν θα εκκόψεις το σπέρμα μου που θα έρθει έπειτα από εμένα και ότι δεν θα αφανίσεις το όνομά μου από τον οίκο του πατέρα μου».+
22 Και ο Δαβίδ ορκίστηκε στον Σαούλ και κατόπιν ο Σαούλ πήγε στο σπίτι του.+ Ο δε Δαβίδ και οι άντρες του ανέβηκαν στο δυσπρόσιτο μέρος.+