1 Σαμουήλ 17:1-58
17 Και οι Φιλισταίοι+ συγκέντρωσαν τα στρατόπεδά τους για πόλεμο. Αφού συγκεντρώθηκαν στη Σωχώχ+ του Ιούδα, στρατοπέδευσαν ανάμεσα στη Σωχώχ και στην Αζηκά,+ στην Εφές-δαμμίμ.+
2 Ο δε Σαούλ και οι άντρες του Ισραήλ συγκεντρώθηκαν και στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα Ηλά,+ και παρατάχθηκαν για να αντιμετωπίσουν τους Φιλισταίους.
3 Οι μεν Φιλισταίοι στέκονταν στο βουνό που ήταν από τη μία πλευρά, οι δε Ισραηλίτες στέκονταν στο βουνό που ήταν από την άλλη πλευρά, έχοντας την κοιλάδα ανάμεσά τους.
4 Και βγήκε από τα στρατόπεδα των Φιλισταίων ένας πρόμαχος ονόματι Γολιάθ,+ από τη Γαθ,+ που είχε ύψος έξι πήχεις και μία σπιθαμή.+
5 Και είχε χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι του και ήταν ντυμένος με φολιδωτό θώρακα από πλακίδια που επικάλυπταν το ένα το άλλο· και το βάρος του φολιδωτού θώρακα+ ήταν πέντε χιλιάδες σίκλοι χαλκού.
6 Και είχε χάλκινες περικνημίδες στα πόδια του και χάλκινο ακόντιο+ ανάμεσα στους ώμους του.
7 Το δε ξύλινο κοντάρι στο δόρυ του ήταν σαν το αντί εκείνων που δουλεύουν στον αργαλειό+ και η αιχμή στο δόρυ του ήταν εξακόσιοι σίκλοι σίδερο· και εκείνος που βάσταζε τη μεγάλη ασπίδα βάδιζε μπροστά του.
8 Στάθηκε, λοιπόν, και άρχισε να φωνάζει προς τις γραμμές μάχης του Ισραήλ+ και να τους λέει: «Γιατί βγαίνετε να παραταχθείτε; Δεν είμαι εγώ Φιλισταίος και εσείς υπηρέτες+ του Σαούλ; Διαλέξτε έναν άντρα και ας κατεβεί σε εμένα.
9 Αν είναι ικανός να πολεμήσει με εμένα και με πατάξει, τότε εμείς θα γίνουμε υπηρέτες σας. Αλλά αν εγώ μπορέσω να τον αντιμετωπίσω και τον πατάξω, τότε εσείς θα γίνετε υπηρέτες μας και θα μας υπηρετείτε».+
10 Και ο Φιλισταίος είπε επίσης: «Εγώ εμπαίζω+ τα στρατεύματα του Ισραήλ την ημέρα αυτή. Δώστε μου έναν άντρα να πολεμήσουμε οι δυο μας!»+
11 Όταν ο Σαούλ+ και όλος ο Ισραήλ άκουσαν αυτά τα λόγια του Φιλισταίου, τρομοκρατήθηκαν και φοβήθηκαν+ πολύ.
12 Ο Δαβίδ, τώρα, ήταν ο γιος εκείνου του Εφραθίτη+ από τη Βηθλεέμ του Ιούδα του οποίου το όνομα ήταν Ιεσσαί. Αυτός είχε οχτώ γιους.+ Και στις ημέρες του Σαούλ αυτός ο άνθρωπος ήταν ήδη γέρος μεταξύ των ανθρώπων.
13 Οι δε τρεις μεγαλύτεροι γιοι του Ιεσσαί έφυγαν. Ακολούθησαν τον Σαούλ στον πόλεμο·+ και τα ονόματα των τριών γιων του που πήγαν στον πόλεμο ήταν Ελιάβ+ ο πρωτότοκος, Αβιναδάβ+ ο δεύτερος γιος του και Σαμμάχ+ ο τρίτος.
14 Ο Δαβίδ ήταν ο νεότερος·+ και οι τρεις μεγαλύτεροι ακολούθησαν τον Σαούλ.
15 Και ο Δαβίδ πήγαινε και γυρνούσε από τον Σαούλ για να βόσκει τα πρόβατα+ του πατέρα του στη Βηθλεέμ.
16 Και ο Φιλισταίος έβγαινε νωρίς το πρωί και το βράδυ και έπαιρνε τη θέση του επί σαράντα ημέρες.
17 Και ο Ιεσσαί είπε στον Δαβίδ το γιο του: «Πάρε, σε παρακαλώ, για τους αδελφούς σου ένα εφά από αυτά τα ψημένα σιτηρά+ και αυτά τα δέκα ψωμιά, και πήγαινέ τα γρήγορα στο στρατόπεδο στους αδελφούς σου.
18 Και αυτές τις δέκα μερίδες γάλα να τις πας στο χιλίαρχο·+ επίσης, να κοιτάξεις αν είναι καλά οι αδελφοί σου+ και να πάρεις κάτι ως σημάδι από αυτούς».
19 Στο μεταξύ, ο Σαούλ και αυτοί, καθώς και όλοι οι άλλοι άντρες του Ισραήλ, βρίσκονταν στην κοιλάδα Ηλά,+ πολεμώντας εναντίον των Φιλισταίων.+
20 Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Δαβίδ νωρίς το πρωί και άφησε τα πρόβατα στο φύλακα, και πήρε τα πράγματα και έφυγε, ακριβώς όπως του είχε παραγγείλει ο Ιεσσαί.+ Όταν μπήκε στον περίβολο+ του στρατοπέδου, οι στρατιωτικές δυνάμεις πήγαιναν στη γραμμή της μάχης+ και αλάλαξαν για τη μάχη.
21 Και ο Ισραήλ και οι Φιλισταίοι άρχισαν να παρατάσσουν γραμμή μάχης απέναντι σε γραμμή μάχης.
22 Αμέσως ο Δαβίδ άφησε τις αποσκευές+ στη φροντίδα του φύλακα των αποσκευών+ και έτρεξε στη γραμμή της μάχης. Όταν έφτασε, άρχισε να ρωτάει αν είναι καλά οι αδελφοί του.+
23 Ενόσω τους μιλούσε, ο πρόμαχος που ονομαζόταν Γολιάθ,+ ο Φιλισταίος από τη Γαθ,+ ανέβαινε από τις γραμμές μάχης των Φιλισταίων και άρχισε να λέει τα ίδια λόγια όπως προηγουμένως·+ και ο Δαβίδ τα άκουσε.
24 Όλοι δε οι άντρες του Ισραήλ, μόλις είδαν αυτόν τον άντρα, τράπηκαν σε φυγή εξαιτίας του και φοβήθηκαν πάρα πολύ.+
25 Και έλεγαν οι άντρες του Ισραήλ: «Είδατε αυτόν τον άντρα που ανεβαίνει; Για να εμπαίξει+ τον Ισραήλ ανεβαίνει. Και τον άνθρωπο που θα τον πατάξει, ο βασιλιάς θα τον κάνει πλούσιο με μεγάλα πλούτη και θα του δώσει την κόρη του,+ και τον οίκο του πατέρα του θα τον καταστήσει ελεύθερο στον Ισραήλ».+
26 Και ο Δαβίδ είπε στους άντρες που στέκονταν κοντά του: «Τι θα γίνει στον άνθρωπο που θα πατάξει εκείνον εκεί τον Φιλισταίο+ και θα αφαιρέσει το όνειδος από τον Ισραήλ;+ Διότι ποιος είναι αυτός ο απερίτμητος+ Φιλισταίος για να εμπαίζει+ τα στρατεύματα του ζωντανού Θεού;»+
27 Και οι άνθρωποι του είπαν τα ίδια λόγια όπως προηγουμένως, λέγοντας: «Αυτό θα γίνει στον άνθρωπο που θα τον πατάξει».
28 Και τον άκουσε ο Ελιάβ,+ ο μεγαλύτερος αδελφός του, καθώς μιλούσε στους άντρες, και ο θυμός του Ελιάβ άναψε εναντίον του Δαβίδ,+ γι’ αυτό και του είπε: «Γιατί κατέβηκες εδώ; Και σε ποιον άφησες εκείνα τα λίγα πρόβατα στην έρημο;+ Ξέρω καλά εγώ την αυθάδειά σου και την κακία της καρδιάς σου,+ επειδή κατέβηκες με σκοπό να δεις τη μάχη».+
29 Και ο Δαβίδ είπε: «Τι έκανα τώρα; Μια κουβέντα δεν ήταν μόνο;»+
30 Μετά στράφηκε από αυτόν σε κάποιον άλλον και είπε τα ίδια λόγια όπως προηγουμένως,+ και οι άνθρωποι του έδωσαν την ίδια απάντηση όπως και πριν.+
31 Και τα λόγια που είπε ο Δαβίδ ακούστηκαν, και τα είπαν ενώπιον του Σαούλ. Έστειλε, λοιπόν, και τον έφεραν.
32 Και ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Ας μην καταρρέει η καρδιά κανενός ανθρώπου μέσα του.+ Ο υπηρέτης σου θα πάει και θα πολεμήσει με αυτόν τον Φιλισταίο».+
33 Αλλά ο Σαούλ είπε στον Δαβίδ: «Δεν μπορείς να πας εναντίον αυτού του Φιλισταίου για να τον πολεμήσεις,+ γιατί εσύ είσαι παιδί+ ενώ εκείνος είναι άντρας πολεμιστής από την παιδική του ηλικία».
34 Και ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Ο υπηρέτης σου έγινε ποιμένας του πατέρα του στο ποίμνιο, και ήρθε ένα λιοντάρι,+ καθώς και μια αρκούδα, και το καθένα άρπαξε ένα πρόβατο από το κοπάδι.
35 Και έτρεξα πίσω του και το χτύπησα+ και έσωσα το πρόβατο από το στόμα του. Όταν πήγε να σηκωθεί εναντίον μου, το έπιασα από τις τρίχες που είχε κάτω από το πηγούνι του και το χτύπησα και το θανάτωσα.
36 Ο υπηρέτης σου πάταξε και το λιοντάρι και την αρκούδα· και αυτός ο απερίτμητος Φιλισταίος+ θα γίνει σαν ένα από αυτά, γιατί ενέπαιξε+ τα στρατεύματα+ του ζωντανού Θεού».+
37 Κατόπιν ο Δαβίδ πρόσθεσε: «Ο Ιεχωβά ο οποίος με ελευθέρωσε από το πέλμα του λιονταριού και από το πέλμα της αρκούδας, εκείνος θα με ελευθερώσει από το χέρι αυτού του Φιλισταίου».+ Τότε ο Σαούλ είπε στον Δαβίδ: «Πήγαινε και είθε ο Ιεχωβά να είναι μαζί σου».+
38 Έντυσε, λοιπόν, ο Σαούλ τον Δαβίδ με τα ενδύματά του και του έβαλε χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι και μετά τον έντυσε με φολιδωτό θώρακα.
39 Έπειτα ο Δαβίδ ζώστηκε το σπαθί του πάνω από τα ενδύματά του και επιχείρησε να περπατήσει [αλλά δεν μπορούσε] επειδή δεν τα είχε ξαναδοκιμάσει. Τελικά ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Δεν μπορώ να περπατήσω με αυτά τα πράγματα, γιατί δεν τα έχω ξαναδοκιμάσει». Γι’ αυτό, ο Δαβίδ τα έβγαλε από πάνω του.+
40 Και πήρε το ραβδί του στο χέρι του και διάλεξε τις πέντε ομαλότερες πέτρες από την κοιλάδα του χειμάρρου και τις έβαλε μέσα στο ποιμενικό του σακίδιο όπου έβαζε διάφορα πράγματα· και στο χέρι του κρατούσε τη σφεντόνα+ του. Και άρχισε να πλησιάζει τον Φιλισταίο.
41 Και ο Φιλισταίος άρχισε να έρχεται, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο τον Δαβίδ, και ο άντρας που κρατούσε τη μεγάλη ασπίδα βάδιζε μπροστά του.
42 Όταν ο Φιλισταίος κοίταξε και είδε τον Δαβίδ, τον καταφρόνησε+ επειδή ήταν παιδί+ και ροδοκόκκινος,+ με όμορφη εμφάνιση.+
43 Είπε, λοιπόν, ο Φιλισταίος στον Δαβίδ: «Σκύλος+ είμαι εγώ και έρχεσαι σε εμένα με ραβδιά;» Μετά ο Φιλισταίος καταράστηκε τον Δαβίδ επικαλούμενος τους θεούς του.+
44 Στη συνέχεια ο Φιλισταίος είπε στον Δαβίδ: «Έλα σε εμένα και θα δώσω τις σάρκες σου στα πτηνά των ουρανών και στα ζώα του αγρού».+
45 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Φιλισταίο: «Εσύ έρχεσαι σε εμένα με σπαθί και με δόρυ και με ακόντιο·+ εγώ όμως έρχομαι σε εσένα με το όνομα του Ιεχωβά των στρατευμάτων,+ του Θεού των στρατευμάτων του Ισραήλ, που εσύ ενέπαιξες.+
46 Την ημέρα αυτή ο Ιεχωβά θα σε παραδώσει στο χέρι μου,+ και ασφαλώς θα σε πατάξω και θα σου κόψω το κεφάλι· και θα δώσω την ημέρα αυτή τα πτώματα του στρατοπέδου των Φιλισταίων στα πτηνά των ουρανών και στα θηρία της γης·+ και οι άνθρωποι όλης της γης θα γνωρίσουν ότι υπάρχει Θεός για τον Ισραήλ.+
47 Και όλη αυτή η σύναξη θα γνωρίσει ότι ούτε με σπαθί ούτε με δόρυ σώζει ο Ιεχωβά,+ επειδή του Ιεχωβά είναι η μάχη,+ και αυτός θα σας δώσει στο χέρι μας».+
48 Και ο Φιλισταίος σηκώθηκε και άρχισε να έρχεται και να πλησιάζει όλο και περισσότερο για να αντιμετωπίσει τον Δαβίδ, και ο Δαβίδ έσπευσε και έτρεξε προς τη γραμμή της μάχης για να αντιμετωπίσει τον Φιλισταίο.+
49 Τότε ο Δαβίδ έχωσε το χέρι του μέσα στο σακίδιό του και πήρε μια πέτρα από εκεί και τη σφεντόνισε έτσι ώστε χτύπησε+ τον Φιλισταίο στο μέτωπό του, και η πέτρα μπήχτηκε στο μέτωπό του, και αυτός έπεσε με το πρόσωπό του στο έδαφος.+
50 Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ με μια σφεντόνα και μια πέτρα αποδείχτηκε ισχυρότερος από τον Φιλισταίο, και χτύπησε τον Φιλισταίο και τον θανάτωσε· και δεν υπήρχε σπαθί στο χέρι του Δαβίδ.+
51 Και ο Δαβίδ συνέχισε να τρέχει και στάθηκε πάνω από τον Φιλισταίο. Μετά πήρε το σπαθί+ του και το έβγαλε από τη θήκη του και τον θανάτωσε κόβοντάς του με αυτό το κεφάλι.+ Και οι Φιλισταίοι είδαν ότι ο κραταιός τους άντρας πέθανε και τράπηκαν σε φυγή.+
52 Τότε οι άντρες του Ισραήλ και του Ιούδα σηκώθηκαν και ξέσπασαν σε αλαλαγμό και καταδίωξαν+ τους Φιλισταίους ως την κοιλάδα+ και μέχρι τις πύλες της Ακκαρών·+ και οι θανάσιμα τραυματισμένοι Φιλισταίοι έπεφταν στο δρόμο από τη Σααραΐμ+ μέχρι τη Γαθ και μέχρι την Ακκαρών.
53 Ύστερα οι γιοι του Ισραήλ επέστρεψαν από τη δριμεία καταδίωξη των Φιλισταίων και λαφυραγώγησαν+ τα στρατόπεδά τους.
54 Κατόπιν ο Δαβίδ πήρε το κεφάλι+ του Φιλισταίου και το έφερε στην Ιερουσαλήμ, ενώ τα όπλα του τα έβαλε στη σκηνή του.+
55 Όταν δε ο Σαούλ είδε τον Δαβίδ να βγαίνει για να αντιμετωπίσει τον Φιλισταίο, είπε στον Αβενήρ,+ τον αρχηγό του στρατεύματος: «Τίνος+ γιος είναι αυτό το αγόρι,+ Αβενήρ;» Και ο Αβενήρ είπε: «Στη ζωή της ψυχής σου, βασιλιά, δεν ξέρω!»
56 Και είπε ο βασιλιάς: «Ρώτησε τίνος γιος είναι ο νεαρός».
57 Γι’ αυτό, μόλις επέστρεψε ο Δαβίδ από την πάταξη του Φιλισταίου, τον πήρε ο Αβενήρ και τον έφερε μπροστά στον Σαούλ, ενώ κρατούσε το κεφάλι+ του Φιλισταίου στο χέρι του.
58 Ο Σαούλ, λοιπόν, του είπε: «Τίνος γιος είσαι, αγόρι μου;» Και ο Δαβίδ είπε: «Ο γιος του υπηρέτη σου του Ιεσσαί+ του Βηθλεεμίτη».+