Γένεση 43:1-34
43 Και η πείνα ήταν μεγάλη σε εκείνη τη γη.+
2 Και όταν είχαν φάει πια τα δημητριακά που είχαν φέρει από την Αίγυπτο,+ τους είπε ο πατέρας τους: «Επιστρέψτε, αγοράστε λίγη τροφή για εμάς».+
3 Τότε ο Ιούδας τού είπε:+ «Ο άνθρωπος μας το δήλωσε ρητά, λέγοντας: “Δεν θα ξαναδείτε το πρόσωπό μου αν δεν είναι μαζί σας ο αδελφός σας”.+
4 Αν στείλεις τον αδελφό μας μαζί μας,+ είμαστε διατεθειμένοι να κατεβούμε και να αγοράσουμε τροφή για εσένα.
5 Αν, όμως, δεν τον στείλεις, δεν θα κατεβούμε, επειδή ο άνθρωπος πράγματι μας είπε: “Δεν θα δείτε το πρόσωπό μου ξανά αν δεν είναι μαζί σας ο αδελφός σας”».+
6 Και ο Ισραήλ αναφώνησε:+ «Γιατί ήταν ανάγκη να μου κάνετε κακό λέγοντας στον άνθρωπο ότι έχετε άλλον αδελφό;»
7 Τότε εκείνοι είπαν: «Ο άνθρωπος ρώτησε συγκεκριμένα σχετικά με εμάς και τους συγγενείς μας, λέγοντας: “Είναι ακόμη ζωντανός ο πατέρας σας;+ Έχετε άλλον αδελφό;” και εμείς του είπαμε πώς έχουν τα πράγματα.+ Πού να ξέραμε ότι θα έλεγε: “Κατεβάστε τον αδελφό σας”;»+
8 Τελικά ο Ιούδας είπε στον Ισραήλ τον πατέρα του: «Στείλε το αγόρι μαζί μου,+ ώστε να σηκωθούμε και να πάμε και έτσι να μείνουμε ζωντανοί και να μην πεθάνουμε,+ και εμείς και εσύ, καθώς και τα παιδάκια μας.+
9 Εγώ θα είμαι εγγυητής για αυτόν.+ Από το δικό μου χέρι να απαιτήσεις την ποινή για αυτόν.+ Αν δεν σου τον φέρω και δεν σου τον παρουσιάσω, τότε θα έχω αμαρτήσει εναντίον σου για πάντα.
10 Και μάλιστα, αν δεν είχαμε χασομερήσει, τώρα θα είχαμε πάει και θα είχαμε γυρίσει ήδη για δεύτερη φορά».+
11 Και ο Ισραήλ ο πατέρας τους τούς είπε: «Αν είναι έτσι, λοιπόν, τα πράγματα,+ κάντε αυτό: Πάρτε τα καλύτερα προϊόντα αυτής της γης στα δοχεία σας και πηγαίνετέ τα στον άνθρωπο ως δώρο:+ λίγο βάλσαμο+ και λίγο μέλι,+ λάδανο και ρητινοφόρο φλοιό,+ φιστίκια και αμύγδαλα.+
12 Επίσης, πάρτε τα διπλάσια χρήματα στα χέρια σας· και τα χρήματα που επιστράφηκαν στο στόμιο των σακιών σας θα τα πάρετε πίσω στα χέρια σας.+ Ίσως έγινε λάθος.+
13 Και πάρτε τον αδελφό σας και σηκωθείτε, επιστρέψτε στον άνθρωπο.
14 Και είθε ο Θεός ο Παντοδύναμος να σας δώσει ευσπλαχνία ενώπιον του ανθρώπου,+ ώστε να σας απελευθερώσει εκείνος τον άλλον αδελφό σας και τον Βενιαμίν. Και εγώ, αν είναι να στερηθώ τα παιδιά μου, θα τα στερηθώ!»+
15 Οι άντρες, λοιπόν, πήραν αυτό το δώρο και πήραν τα διπλάσια χρήματα στα χέρια τους, καθώς και τον Βενιαμίν. Κατόπιν σηκώθηκαν και κατέβηκαν στην Αίγυπτο και στάθηκαν ενώπιον του Ιωσήφ.+
16 Όταν ο Ιωσήφ είδε μαζί τους τον Βενιαμίν, είπε μεμιάς στον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό του: «Πήγαινε τους άντρες στο σπίτι και σφάξε ζώα και κάνε ετοιμασίες,+ επειδή οι άντρες θα φάνε μαζί μου το μεσημέρι».
17 Αμέσως ο άνθρωπος έκανε ακριβώς όπως είχε πει ο Ιωσήφ.+ Ο άνθρωπος, λοιπόν, πήγε τους άντρες στο σπίτι του Ιωσήφ.
18 Οι άντρες, όμως, φοβήθηκαν που τους είχαν πάει στο σπίτι του Ιωσήφ+ και έλεγαν: «Εξαιτίας των χρημάτων που γύρισαν μαζί μας, μέσα στα σακιά μας, την πρώτη φορά, μας φέρνουν εδώ, ώστε να πέσουν πάνω μας και να μας επιτεθούν και να μας πάρουν δούλους, καθώς και τα γαϊδούρια μας!»+
19 Γι’ αυτό πλησίασαν τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό του Ιωσήφ και του μίλησαν στην είσοδο του σπιτιού,
20 και είπαν: «Συγχώρησέ μας, κύριέ μου! Εμείς βεβαίως κατεβήκαμε στην αρχή να αγοράσουμε τρόφιμα.+
21 Αλλά όταν φτάσαμε στο κατάλυμα+ και αρχίσαμε να ανοίγουμε τα σακιά μας, τα χρήματα του καθενός βρίσκονταν στο στόμιο του σακιού του, το βάρος των χρημάτων μας στο ακέραιο. Θα θέλαμε, λοιπόν, να τα επιστρέψουμε με τα ίδια μας τα χέρια.+
22 Και περισσότερα χρήματα κατεβάσαμε στα χέρια μας για να αγοράσουμε τροφή. Δεν ξέρουμε ποιος έβαλε τα χρήματά μας μέσα στα σακιά μας».+
23 Κατόπιν αυτός είπε: «Όλα είναι εντάξει. Μη φοβάστε.+ Ο Θεός σας και ο Θεός του πατέρα σας σάς έδωσε θησαυρό μέσα στα σακιά σας.+ Τα χρήματά σας ήρθαν πρώτα σε εμένα». Έπειτα τους έφερε έξω τον Συμεών.+
24 Κατόπιν ο άνθρωπος έφερε τους άντρες στο σπίτι του Ιωσήφ και έδωσε νερό για το πλύσιμο των ποδιών τους+ και έδωσε ζωοτροφή για τα γαϊδούρια τους.+
25 Και εκείνοι ετοίμασαν το δώρο+ για τον ερχομό του Ιωσήφ το μεσημέρι, επειδή είχαν ακούσει ότι εκεί θα έτρωγαν ψωμί.+
26 Όταν ο Ιωσήφ μπήκε στο σπίτι, τότε του έφεραν μέσα στο σπίτι το δώρο που ήταν στα χέρια τους και πρόσπεσαν σε αυτόν μέχρις εδάφους.+
27 Έπειτα εκείνος ρώτησε αν ήταν καλά και είπε:+ «Είναι ο πατέρας σας, ο ηλικιωμένος άντρας για τον οποίο μιλήσατε, καλά; Είναι ακόμη ζωντανός;»+
28 Τότε είπαν: «Ο υπηρέτης σου ο πατέρας μας είναι καλά. Είναι ακόμη ζωντανός». Κατόπιν προσκύνησαν και πρόσπεσαν.+
29 Όταν σήκωσε τα μάτια του και είδε τον Βενιαμίν τον αδελφό του, το γιο της μητέρας του,+ είπε: «Αυτός είναι ο αδελφός σας ο νεότερος για τον οποίο μου μιλήσατε;»+ Και πρόσθεσε: «Είθε ο Θεός να σου δείχνει την εύνοιά του,+ γιε μου».
30 Και ο Ιωσήφ βιαζόταν, επειδή τα βαθιά του αισθήματα φούντωσαν για τον αδελφό του,+ ώστε έψαξε ένα μέρος για να κλάψει και μπήκε σε ένα εσωτερικό δωμάτιο και ξέσπασε σε κλάματα εκεί.+
31 Έπειτα έπλυνε το πρόσωπό του και βγήκε έξω και συγκρατήθηκε και είπε:+ «Σερβίρετε το γεύμα».+
32 Και σέρβιραν χωριστά για εκείνον και χωριστά για εκείνους και χωριστά για τους Αιγυπτίους που έτρωγαν μαζί του· διότι οι Αιγύπτιοι δεν μπορούσαν να γευματίσουν με τους Εβραίους, επειδή αυτό είναι απεχθές στους Αιγυπτίους.+
33 Και τους έβαλαν να καθήσουν μπροστά του, τον πρωτότοκο σύμφωνα με τα δικαιώματα που είχε ως πρωτότοκος+ και τον νεότερο σύμφωνα με τη νεαρή του ηλικία· και οι άντρες κοίταζαν κατάπληκτοι ο ένας τον άλλον.
34 Και εκείνος έβαζε συνεχώς να μεταφέρουν μερίδες από μπροστά του σε αυτούς, αλλά τη μερίδα του Βενιαμίν την έκανε πέντε φορές μεγαλύτερη από τις μερίδες όλων των άλλων.+ Έτσι λοιπόν, συνέχισαν να συμποσιάζουν και να πίνουν μαζί του ώσπου ικανοποιήθηκαν πλήρως.+